United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης η σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν. — Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος.

Ο Γλαύκος ζη, αυθέντα, και αν άπαξ με ίδη, συ δεν θα με ίδης πλέον ποτέ! Και τότε ποίος θα σου ανεύρη την κόρην; — Τι να κάμωμεν; ποίον μέσον θεραπείας υπάρχει; τι θέλεις να επιχειρήσωμεν; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Ο Αριστοτέλης μας διδάσκει ότι πρέπει να θυσιάζωμεν τα μικρά διά τα μεγάλα.

Του εφαίνετο ότι έβλεπε τον Απόστολον με την αργυρότριχα γενειάδα του, όστις έλεγε: «Μη βάλης χείρα επ' αυτής, διότι μου ανήκει». Και ο απόστολος παρέσυρε την Λίγειαν επί των ακτίνων της σελήνης, ως επί οδού αγούσης εις τον ουρανόν, ενώ ο Βινίκιος έτεινε προς αυτούς τους βραχίονας, ικετεύων να τον λάβωσι μεθ' εαυτών. Εξύπνησε και εκύτταξεν έμπροσθέν του.

Και ευτυχώς δεν προσεβλήθης από τα βέλη των Πάρθων, κατά τον πόλεμον αυτόν. — Ναι· απήντησεν ο Βινίκιος, τα βέλη των Πάρθων δεν με επέτυχαν· επληγώθην όμως από εκείνα, που μου έρριψεν ο έρως όλως απροόπτως, εις μικράν απόστασιν από των πυλών της πόλεως. — Μα τας λευκωλένους Χάριτας, θα μου διηγηθής την υπόθεσιν αυτήν! είπεν ο Πετρώνιος. — Ηρχόμην ακριβώς διά να σε συμβουλευθώ.

Ο Βινίκιος με απλούν χιτώνα έρριπτε την σφαίραν την οποίαν ηγωνίζετο να συλλάβη, ελαφρώς κυρτήν, η Λίγεια.

Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος. — Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος. — Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου; — Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας δύο φοράς.

Εν ριπή οφθαλμού δύο ρωμαλέοι δούλοι ήρπασαν τον Χίλωνα από τα μαλλιά, τα οποία του απέμεναν, του περιεκάλυψαν την κεφαλήν με τα ίδια ράκη του και τον έσυραν εις το εργαστήριον. — Δι' όνομα του Χριστού! εκραύγασεν ο Χίλων εκ της θύρας του διαδρόμου. Ο Βινίκιος έμεινε μόνος. Η διαταγή, την οποίαν είχε δώσει, τον είχεν ερεθίσει και εμψυχώσει.

Από καιρού εις καιρόν αστραπή εφώτιζε με ζωηράν λάμψιν τους τοίχους των νεωστί οικοδομηθεισών οικιών ή των κτιζομένων εισέτι. Εις μίαν λάμψιν διέκριναν τέλος, τον λοφίσκον τον υπερκείμενον του μικροσκοπικού ναού της Λιβιτίνης και κάτωθεν αυτού, αριθμόν τινα ημιόνων και ίππων. — Νίγηρ! εφώνησε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος. — Εδώ είμαι, αυθέντα, απεκρίθη μία φωνή εν μέσω της βροχής. — Όλα είναι έτοιμα;

Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα παραπετάσματα. — Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου. — Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος. — Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.

Ο Βινίκιος εμεθύσθη εις βαθμόν ώστε να μη ενθυμήται ούτε την στιγμήν, καθ' ήν τον επανέφερον εις την οικίαν του. Ενεθυμείτο εν τούτοις ότι η Χρυσόθεμις τον είχεν ερωτήση περί της Λιγείας τι γίνεται, ότι αυτός προσεβλήθη εκ της ερωτήσεως ταύτης και ότι, ως ήτο μεθυσμένη, είχε περιχύση την κεφαλήν της με ποτήριον οίνου. Όταν το εσκέπτετο, ακόμη ησθάνετο εξεγειρομένην την οργήν του.