Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
— Θα μου διηγηθής τούτο άλλοτε, είπεν ο Γλαύκος, προς το παρόν πρέπει να φροντίσωμεν διά τον τραυματίαν μας. Μετά την επίδεσιν των τραυμάτων του ο Βινίκιος, όστις είχε πάλιν λιποθυμήσει, συνήλθεν. Η Λίγεια ευρίσκετο παρά την κλίνην του και εκράτει με τας δύο χείρας μίαν λεκάνην, όπου από καιρού εις καιρόν ο Γλαύκος έβρεχε τον σπόγγον, διά του οποίου εδρόσιζε την κεφαλήν του τραυματίου.
— Μέχρι τούδε δεν την έφθασεν· αλλά μεταδίδεται αδιακόπως εις νέας συνοικίας με δύναμιν ακαταμάχητον. Ο Βινίκιος εκέντησε δυνατώτερα τον ίππον του. Τα λευκά τείχη της Αρικίας έλαμπον όπισθέν του υπό τας ακτίνας της σελήνης. Η μετά την Αρικίαν οδός ανήρχετο ανηφορικώς και αποτόμως.
Ο Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του.
Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.
Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον.
Ησθάνετο προς τα όργια εκείνα αποστροφήν και αηδίαν. Η αισχύνη τον έπνιγεν· εχρειάζετο αήρ εις το στήθος του. Εδοκίμασε να προχωρήση ολίγα βήματα και είδε να ορθούται ενώπιόν του γυναικεία βαθύπεπλος μορφή. Δύο χείρες έψαυσαν τους ώμους του και διάπυρος φωνή εψιθύρισε: — Σε αγαπώ!. . Έλα! Κανείς δεν θα μας ιδή· σπεύσε. Ο Βινίκιος εξύπνησεν ως εξ ονείρου. — Ποία είσαι;
Ο Βινίκιος, όστις από της στιγμής καθ' ην τα αισθήματα της Λιγείας του έγιναν γνωστά, επεθύμει μανιωδέστερον ακόμη να την επανεύρη, ήρχισε να κάμη ερεύνας προσωπικώς, διότι δεν ήθελεν ούτε ηδύνατο να ζητήση συνδρομήν από τον Καίσαρα, τον οποίον κατέτρυχεν η κατάστασις της υγείας της μικράς Αυγούστας.
Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: «Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον!»
Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν. — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία.
Όταν είχεν απομακρυνθή πεντήκοντα βήματα εσταμάτησε λέγων: Αλλά διατί δεν με εφόνευσαν άρα γε; Ούτε ο Βινίκιος ηδύνατο να κατανοήση το συμβάν, δεν ήτο ολιγώτερον κατάπληκτος από τον Χίλωνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν