Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Ναι γιατί, Μα, να μας λένε; Εγώ δεν θέλω, επανελάμβανεν η μικροτέρα και ξανθοτέρα, ένα αιθέριον πλάσμα νύμφης και δρόσου και ορεινής ευωδίας, η ωραία και ξανθή Φανιώ. — Μακάρι νάσαστε! έλεγεν η μήτηρ, πλύνουσα συγχρόνως εις το διαυγές ύδωρ την σκονισθείσαν εκ της πορείας μανδήλαν της. — Τι λες και συ, θα πω; — Μακάρι νάμαστε, να τους πάρουμε τη μιλιά, να μη μιλούνε για μας.

Η βοή των αμαξών και ο φοβερός των κάρρων μετά τιναγμάτων συρμός, ως βρονταί εις τα πρωτοβρόχια συνεχείς, εξεκώφαινον την γερόντισσα. — Χαλασμός κόσμου, παιδί μου! επανελάμβανεν άπελπις η γηραιά μήτηρ.

Από καιρού εις καιρόν έκυπτεν επί του ανοικτού φορείου διά να παρατηρήση, εις την λάμψιν της σελήνης, το προσφιλές εκείνο πρόσωπον, ως βυθισμένον εις νάρκην, και επανελάμβανεν: «Είναι αύτη! Ο Χριστός την έσωσεΕπροχώρουν με βήμα ταχύ εν μέσω των νεωστί εκτισμένων οικιών, των οποίων η λευκότης έλαμπεν υπό το σεληνιακόν φως. Η πόλις ήτο έρημος.

Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες. — Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της. — Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά! — Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της Γερακούλας.

Ουχ' ήττον ακροωμένη τας πνοάς του απαύστως βοΐζοντος βορρά, συχνάκις επανελάμβανεν: — Ούτε πουλί πετάμενο! . . . Ελησμόνησε και τα προσφιλή της δίστιχα και τα άφινεν ημιτελή. Και πάλιν διελογίζετο παρά την εστίαν καθημένη: — Τίποτε παράξενο, παιδί μου, να τον κοντραστάρισαν τον Αναποδιασμένον και να πήγαν όλοι σύψυχοι!

Διήλθεν άνωθεν του χορού, προ των βαθμίδων του βήματος, κ' επλησίασεν εις ένα νέον δημοδιδάσκαλον, όστις εσυνήθιζε να ψάλλη και κατά την κηδείαν αυτήν ίστατο αριστερά βοηθών τους ιερείς, εις τον στίχον «Κύριε, ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου σου», τον οποίον επανελάμβανεν εκ περιτροπής ο ψάλτης. Ο Φραγκούλας αλλοκότως εγέλασε, και είπε με φωνήν σχεδόν ακουστήν·

Μία κορασίς ιδίως, ανυπόδητος, ως ήσαν και οι περισσότεροι αρσενικοί, και μαύρη εκ φύσεως και από το ηλιόκαυμα, δεν έπαυεν, αλλά χοροπηδώσα ως τρελλή, επανελάμβανεν: Έβγα μύγια απού το βώλο κέμπα στου βουγιού τον κώλο ... Κού-κου! κού-κου! κού-κου! — Κατερινιά! εφώναζεν ο βουκόλος και ώρμα εναντίον της.

Μέσα εις την ασάλευτον γαλήνην, όλα ζωή και λάμψις και άρωμα. Θάλασσα και ουρανός, καθρέπτης διαφανής, ατελεύτητος· βαρκούλες ψαράδων εδώ κ' εκεί, και φωναί και γέλωτες ηχηροί πότε, πότε, ους επανελάμβανεν η ηχώ των απέναντι βράχων. Έμειναν πολλάς ώρας εις το νησάκι.

Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε. Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης, ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως: — Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω! Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν