Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.

Αιώνες δεν απόστασες να γέρνης σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό, να σου θερίζουν άλλοι ό τι εσύ σπέρνεις, αργούς να τρέφης στάζοντας ιδρό; Να χύνης αίμα αυτούς για να πλουταίνης, να τους υψώνης σκύβοντας στη γη, και συ να λαχταράς, να μη χορταίνης και το πικρό σου, το ξερό ψωμί

Εξέσφιξαν τες ίγγλες, έδεσαν τα προκόβια 'ςτα σαμάρια, έβγαλαν τα καπίστρια, πεδίκλωσαν κι απόλυκαν τα δεκατρία μουλάρια τους να βοσκήσουν 'ςτα ξηραμένα χορτάρια της πλαγιάς απόπερ' από το ρέμμα. Εγιοματίσαμε. Ήτον η σαρακοστή του Δεκαπενταύγουστου κ' εφάγαμε, ξερό ψωμί μ' ελιές και με ξύδιένα πινάκι ξύλινο πώφερνε μαζί του ο Γάκης ο Γκιτρίμης.

Περαστικά πουλιά, που ταξείδευαν σ' άλλες χώρες, φεύγοντας την ψύχρα του χινόπωρου, περνούσαν κοπαδιαστά, του ψήλου, έσκιζαν τον αέρα μ' ένα γοργό, ξερό φτερούγισμα, όπως κάνη το μετάξι που σχίζεται, και χάνουνταν πίσω απ' τις κορφές άλλων βράχων, κι άλλων βουνών.

Αφέντη στο κεφάλι μου; Να τσακιστής γρήγορα να φύγης, μη σου τσακίσω το ξερό σου. Ο Κυρ-Νικολάκης τα χρειάστηκε. Έκαμε να την καλοπιάση. — Μη συχύζεσαι, γειτόνισσα. Καλέ, έτσι χωρατεύω εγώ, δε με ξέρεις; «Ον αγαπά Κύριος, παιδεύει..» Και για να την καλοπιάση τη χάιδεψε στο μάγουλο. Τότε ήταν που ήταν.

Αλλ' επειδή τω εγένετο παρατήρησις, «δασκάλεμα» ως έλεγεν, ίνα μη φανή ότι οδηγείται, αυτός «που είχε φάγει τη θάλασσα με τη χούφτα», εξηκολούθησε να πλέη κατ' ευθείαν και ιδού: — Κραφφφ! έτριξεν η Ευαγγελίστρια επί της υφάλου, εν ώ ο καπετάν Κωνσταντής, θυμωμένος ακόμη, προσέθετεν: — Όσα ξέρει αυτό το φέσι, δεν τα ξέρει το ξερό σας!

Είπε, κι' ο Άρης χτύπησε το σαρκωτό του γόνα με τις παλάμες των χεριών, και φώναξε θρηνώντας «Δε φταίω πια τώρα εγώ, θεοί, αν τρέξω στα καράβια 115 των Αχαιών και τη σφαγή του γιου μου ξεχρεώσω, κι' αν μέλλεταί μου ο κεραβνός του Δία να με ρήξει χάμου ξερό μες στους νεκρούς στο ματωμένο κάμποΕίπε και βάζει τ' άρματα και πρόσταξε να ζέψουν στ' αμάξι του τα δυο ψαριά, το Φόβο και τον Τρόμο. 120

Ηρωδιάς χορεύτρια, η κοιμωμέν' εις κρίνα, γυρεύεις επί πίνακος την κάραν του Προδρόμου, αλλά κι' εγώ προς χάριν σου, Σιλφίς και Μπαλαρίνα, δεν δυσκολεύομαι πολύ να κόψω το ξερό μου. Μεσσαλίνα, παστρικό του Νέρωνος κουμάσι, που 'πείραζε τα νεύρα σου παν απρεπές κι' ανήθικον, την άσπιλόν σου αρετήν η Ρώμη ας θαυμάση, όταν εις τρώγλας μαίνεσαι μαζί με κάθε πίθηκον.

Πού να είσαι, ω ψυχή μου;... δεν σ' ευρίσκω πουθενά, και με κάνεις να θυμώνω και να πέρνω τα βουνά. Πού να κάθεσαι, ψυχή μου; απ' εμπρός ή απ' οπίσω; όσο σ' ένα κι' άλλον τοίχο το ξερό μου κι' αν κτυπήσω, δεν 'μπορώ να καταλάβω μήτ' εγώ μηδέ κανείς αν εσύ το αίμα είσαι ή το αίμα συ κινείς.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν