United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στο χτήμα του ήταν, μα κατάντησε σήμερα ζητιάνος. — Τα λόγια σου, Δημητράκη, είνε σωστά και φρόνιμα· τον έκοψε με ταπεινοσύνη η κόρη. Μα στον αδερφό σου δεν έφταιξε η γενιά του ούτε τα μεγαλεία της. — Το ξέρεις καλήτερ' από μένα. Έφταιξε ο δρόμος που πήρε. Άγιος ήταν κ' εκεινού ο σκοπός όπως κι ο δικός σου· μα πλανεύτηκε στα μέσα. Εσύ όμως δε θα φερθής έτσι.

Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.

Και ζηλεφτά θα λάβει κανίσκια· τι όσοι ορίζουνε αρχόντοι στα καράβια, όλοι από προβατίνα μια με τ' άσπρο της μαννάρι 215 θάν του χαρίσουνσαν κι' αφτή δε βρίσκεται άλλο χτήμακαι πάντα, όπου ξεφάντωμα κι' όπου τραπέζι, θάναιΈτσι είπε, κι' όλοι απόμειναν χωρίς να βγάλουν λέξη.

Μετά οι δυο κόρες αυτού του καλού μουσουλμάνου βάλανε μυρωδιές στα γένια του Αγαθούλη, του Παγγλώσση και του Μαρτίνου. Θάχετε, είπε ο Αγαθούλης στον Τούρκο, κανένα μεγάλο και λαμπρό χτήμα. Έχω μονάχα είκοσι στρέμματα, απάντησε ο Τούρκος τα καλλιεργώ με τα παιδιά μου· η δουλειά διώχνει από μας τρία μεγάλα κακά: την ανία, την αμαρτία και τη φτώχεια.

Το νερό χυνότανε κάτω στο δικό του χτήμα, πότιζε τα δικά του δεντρικά και τώρα εκιντύνευαν να ξεραθούν. Μα δεν τον έμελλε. Προτιμούσε να τα χάση, παρά να χαρίση στάλα στα ζωντανά της Ελπίδας. Τις κουμαριές που σκέπαζαν την πλαγιά κ' έκαναν οι μέλισσες το θαυμάσιο μέλι τους τις έκαψε. Τις μυρτιές που γλύκαιναν τα περιστέρια έβαλε και τις ξερρίζωσαν.

Μα ο δυνατόγνωμος Παύλος γλήγορα τις έσπασε τις φαρισαϊκές αυτές αλυσίδες κι ακολουθώντας τα θεϊκά λόγια «πορεύου, ότι εγώ εις έθνη μακράν εξαποστελώ σε», πρώτος έκαμε το Χριστιανισμό παγκόσμιο χτήμα και παγκόσμια σωτηρία. Άκουγαν το κήρυγμά του οι αποσταμένοι λαοί κι αναγάλλιαζαν.

Κ' επειδή η μια αδικία φέρνει πάντα την άλλη, έβγαζε η κυβέρνηση ακόμα πιο τυραννικούς νόμους για να μαζεύη με τη βία τους φόρους από τέτοιους νοικοκυρέους. Και σα δεν τους έμνησκε πια τίποτις, πρόσφερνε η κυβέρνηση το παραιτημένο το χτήμα σ' όποιον αναλάβαινε να πλερώση τους απλέρωτους φόρους.

Είτανε χτήμα μου, και δεν μπορούσε κανένας να μου τα πάρη. Μα οι Καλόγεροι είναι παράξενοι κάποτες, και δεν ήθελα ν' αρχίσω λογομαχητά μαζί τους, ανίσως και τους περνούσε υποψία πως κάτι αξίζουν αυτά τα χαρτιά. Καβαλίκεψα λοιπόν τάλογο, κ' έφυγα. Σαν ήρθα στην Αθήνα, και τα ξαναδιάβασα, και μοναχός μου, και με τους φίλους μου, αποφάσισα να τα δώσω και στο Κοινό.

— Ε, αυτά 'χει ο κόσμος· του απαντούσε η κόρη, πραΰνοντας τον πόνο του· φορά σου και φορά μου. Σφαίρα είνε και γυρίζει. .. Ο Αριστόδημος όμως δεν έμενε διόλου ευχαριστημένος από τον αδερφό του· δεν τον ήθελε μεροκαματιστή και ξενοδούλη. Το να πηγαίνη μάλιστα να δουλεύη στου Θεομίσητου το χτήμα δεν το χώνευε. — Ακούς να καταντήση δούλος του δούλου του! έλεγε συχνά στην Ελπίδα.

Είναι χτήμα της καρδιάς μας η γλώσσα, δε θέλει να ξέρη άλλη γλώσσα η καρδιά μας. Και νάθελε, μια κορακίστικη λέξη δε θα μπορούσε να τσαμπουνίση απάνω στον πόνο της. Καρδιά και γλώσσα μεγαλώνουνε σα δίδυμες αδερφάδες. Η μια διαφεντεύει την άλληνα. Κάθε πόνος και το τραγούδι του, κάθε πάθημα και την παροιμία του. Πού να τις ξεχωρίση μια πεθαμμένη γραμματική!