Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε. — Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.

Κατέβαλε λοιπόν υπερτάτην προσπάθειαν και κατώρθωσε ν' αυτοσχεδιάση μίαν απάντησιν την οποίαν ετόνισε με φοβερόν του ποδός κτύπον: Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα-σίμα, Να μη σε δέσω πέρα 'κέ να στέκης σαν το χτήμα .

Οι κύριοι ό,τι και να πουν έχουν δίκιο· είπε τέλος κυττάζοντας τον Αριστόδημο· είνε σοφοί, είνε και ξένοι· δυο πράματα που τους δίνουν δικαίωμα να σκέφτωνται πολύ διαφορετικά από μας. Αν αύριο έρθη πάλε ο Χαγάνος ή όποιος άλλος και μας πάρη το χτήμα και το σπίτι, τι θα χάσουν οι κύριοι; — Τα βιβλία μας! — Τα βιβλία μας! γιατί; Είνε τόσο δικά μας, όσο και δικά τους· ανήκουν σ' όλον τον κόσμο.

Είχε κάπιο πολύ ωραίο χτήμα κοντά στη Γαέτα. Μπαρκαριστήκαμε σε μια ντόπια γαλέρα, κατάχρυση σαν την Άγια Τράπεζα του Άγιου Πέτρου της Ρώμης. Και να ένας κορσάρος από τη Σάλη χύνεται απάνω μας και μας διπλαρώνει· οι στρατιώτες μας αμυνθήκανε, σαν στρατιώτες του πάπα: γονάτισαν όλοι τους κλαίοντας και ζητώντας από τον κουρσάρο άφεση αμαρτιών, που δίνεται στους πεθαμένους.

Πάλε χοιμάει στον ποταμό αχόρταγος να σφάξει, κι' ομπρός να! το Λυκά θωράει, του γέρου γιο Πριάμου, ενώ οχ το ρέμα ξέκοφτε, τον ίδιο πούχε πιάσει 35 κι' άλλη βολά πριν άξαφνα στο γονικό του χτήμα, που νιόκλαρα βελανιδιάς με το μπαλτά μια νύχτα πήγε να κόψει κι' άμαξας ροδόγυρους να φτιάσει, μα εκεί αναπάντεχο κακό του βγήκε, ο Αχιλέας.

Έχοντας οι αρχόντοι του κάθε χωριού, καθώς κ' οι μεγάλοι νοικοκυρέοι, παρμένους απάνω τους τους δουλευτάδες, όντας δηλαδή υποχρεωμένοι να εγγυούνται τους φόρους τους, για να τους αλαφρύνη η κυβέρνηση από τέτοιο βάρος, τους έδινε το δικαίωμα να πιάνουν και να ξαναφέρνουν πίσω στο χτήμα τους όσους φεύγανε για να μην πλερώσουνε.

Εκείνη φίλησε τον Αγαθούλη και τον αδερφό της: οι δυο τους τη γριά: ο Αγαθούλης τις ξαγόρασε και τις δυο. Υπήρχε ένα μικρό χτήμα κει κοντά· η γριά πρότεινε στον Αγαθούλη να εγκατασταθούν εκεί, περιμένοντας ώσπου όλοι τους να βρούνε καλύτερη τύχη.

Ο Αγαθούλης γυρίζοντας στο χτήμα του έκανε βαθυούς συλλογισμούς απάνου στα λόγια του Τούρκου. Είπε στον Παγγλώσση και στο Μαρτίνο! — Αυτός ο αγαθός γέρος μου φαίνεται, πως δημιούργησε μια τύχη πολύ προτιμότερη από των έξι βασιλιάδων, με τους οποίους λάβαμε τη τιμή να δειπνήσουμε. — Τα μεγαλεία, είπε ο Παγγλώσσης, είναι πολύ επικίνδυνα, σύμφωνα με τις γνώμες όλων των φιλοσόφων.

Κ' η θεόλαμπρη ομορφιά της, καθώς τα μουρμούριζε αυτά μονάχη της ανεβαίνοντας στου Χουσεήνη το χτήμα, είταν αλλαγμένη καθώς αλλάζει ο ουρανός με τη συννεφιά. Έρχουνται ώρες που παίρνει τέτοια όψη η γυναίκα, που την ανιστορείς καθώς θα φαίνεται σα γεράση, ζαρωμένη, με δίχως δόντι και δίχως χάρη. Τέτοια θάρρειες και φαίνουνταν η Ασήμω εκείνη την ώρα.

Πρέπει λοιπό να τραβηχτούν οι αποτονιές πρι να ξεμπλεχτή το μουγκρί, κι αυτό κάμναμε. Ύστερα, σα ξημέρωνε, ρίχταμε τις αποτονιές της ημέρας. Ξέραμε πού κατεβαίνανε τα λαβράκια, πού τριγύριζαν οι συναγρίδες, και κει τις ρίχταμε. Ύστερ' ανεβαίναμε κατά το χτήμα, ότι άρχιζε να χρυσώνη ο ήλιος της Ανατολής τα βουνά.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν