United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά μου. Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν αμέσως: — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον ήλιον, είδα το φως μου. — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις σου! — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.

Πραγματικώς η μητέρα μου είχεν αρχίσει πάλιν νανησυχή. Και τα περάσματά μου από το δρόμο της άρρωστης έμαθε και τη ψυχική μου μεταβολή έβλεπε. Κάθε φορά που φίλοι μου με καλούσαν στο κυνήγι έδειχνα ανορεξιά ή απόφευγα. Κιόχι μόνο μελαγχολικός φαινόμουν, αλλά κιαδυνάτιζα κέχανα το χρώμα μου. Μια μέρα μου λέει: — Γιώργη παιδί μου, δε μαφουκράσαι και θα με σκάσης.

Χαραλάμπους τον Γιώργη τον Τρυγολόγο, με την φαμήλιαν του, τους Μιχαλογιανναίους, πατέρα και υιόν, και τους Μαυροδημαίους, τεσσάρας αδελφούς με τας γυναίκας, και τα τέκνα των, όπως τους σύρη προς το Πρωί, εις το κατάμερον το ιδικόν του, κ' εκεί μετά των υπαρχόντων τριών ή τεσσάρων άλλων αιπόλων, να καλέσωσιν ιερέα, όπως εορτάσωσι κατ' ιδίαν το Πάσχα.

Ύστερα πάλι έφευγε ο νους της κ' η φαντασία της αλαφροπατούσε δειλά και φοβισμένα, σα γυναίκα κυνηγημένη, στον άλλον, σ' εκείνον, στο φονιά του αντρός της. Τάχα πού είνε κρυμμένος; Τάχα τον πιάσανε; Τάχα...; Αχ! Θεέ μου! — Ασημίνα! φώναξε, με ένα τίναγμα στο βύθος του ο άρρωστος. — Εδώ είμαι, Γιώργη μου, τι θέλεις, παιδί μου; Άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένα και κύτταξε γύρω του εκείνος.

Εκ της εξηγήσεως ταύτης ενόησεν, ολίγον αργά, ο Γιάννης ο Κούτρης, ότι με όλα τα σχέδιά του και τας ενεργείας του, όσον μακρύτερα έφευγε τον Γιώργη τ' Παναγιώτ' και την προεστωσύνην του, τόσον σιμότερα επήγαινε και εις αυτόν και εις το κατάμερόν του. Διότι δεν αρκεί να φεύγη τις, πρέπει και να μη καταδιώκεται, ή τουλάχιστον να ηξεύρη προς ποίον μέρος να κατευθυνθή.

Ως τόσο ο παππά Κύριλλος ευρήκε τον Γιώργη τον μπακαλοκαφετζή, χοντρό και στιβαρό άνδρα, νέο ακόμα, στον αυλόγυρο του μαγαζιού του, να τραβά τον ναργιλέ του, ενώ η γυναίκα του ελατρευότανε μέσα.

Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο. — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα! Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της.

Κέπειτα μούπε: — Γιάειντα, παιδί μου, ήρθες; Για να με 'βρούνε κιάλλα βάσανα; Δε φτάνουν τα όσα 'χω συρμένα κιόσα σύρνω; — Ήμαθα πως είσ' αρρωσταρά. Ήθελες να μην ερθώ; Δίστασε ναποκριθή· έπειτα έβαλε προσπάθεια για να πη: — Δεν ήθελα... δεν έκανε ναρθής. Της έκοψε τη φωνή ο βήχας. Έπειτα είπε: — Ντα μπορώ 'γώ να θέλω ό,τι πεθυμώ;...Μα καλά ήκαμες, Γιωργή μου, κήρθες.

Κη σιωπή της όμως έλεγε τη σκέψη της, κιαπόφευγε συνάμα να πη πράμματα δυσάρεστα, που δεν ήθελε να τα πη. Ταπόγεμα ήρθε μια θεια μου κιάκουσα τη μητέρα μου να της λέγη: — Ήρθε κη Βαγγελιά τον Δεσποινιού κήρχιξε το Γιωργή τα φιλιά. Ήθελα νάσουνε να δης πως ήκανε . Σα νάθελε να ρουφήξη το αίμα του κοπελιού!

Τουναντίον, είχε πατήσει τα σύνορα, είχε μεταβή εις ξένον κατάμερον... Α! κι' αυτός ο παπ' Αγγελής, που επέμενε μη θέλων να λειτουργήση εις την Αγ. Αναστασά... Εκεί, αδιαφιλονεικήτως, ο Κούτρης θα ήτο εις το κατάμερόν του. Αλλ' εδώ εις την Παναγίαν την Δομάν ευρίσκετο ακριβώς εις το κατάμερον του Αγίου Χαραλάμπους, εις την δικαιοδοσίαν τ' Γιώργη τ' Παναγιώτ'!