United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν αυτό, το δεύτερο πραξικόπημα της κάπως ταχυδαχτυλουργικής ευφυίας της πολύτροπης αυτής κορυφής τότε μέσα στη φιλολογία μας· το πρώτο είτανε το βραβείο που έδωκε στον «Αρματωλό», ενός άλλου Γιώργη, στα 1862, ενός Βουλγάρου που άκουγε στόνομα το ελληνικό Σταυρίδης. Μα τον καιρό που ζούσαμε, ο φίλος μου κ' εγώ, δεν ψιλολογούσαμε τα πράγματα. Το άκουσμα του Βιζυηνού μου καρφώθηκε στη σκέψη.

1863, Φλεβαριού 7 . Ένα Οβραιόπουλο, πώκαμε τον πραγματευτή στη Ζίτσα, γύρεψε να γένη χριστιανός και έγεινε. Οχτώμβρης 27 , μέρα Κυριακή. Έγεινε μεγάλη δοξολογία για την ανάβαση στο θρόνο του Γεωργίου Α' βασιλέως των Ελλήνων. 1864, πρώτη Γενναριού . Επάγωσε η λίμνη κι οι άνθρωποι περπατούσαν στον πάγο της ως το νησί. Πρώτη Μαϊού . Ένα Οβραιόπουλο έγεινε Ρωμιός και το έβγαλαν στ' όνομα Γιώργη.

Σαν φθάσουμε, με το καλό, στο χωριό, είπεν η Θωμαή τότε, να δώσης πίσωτον Άη Γιώργη την χρυσή του καδένα, γιατί δική του είνε. Δεν κάνει να την έχης επάνω σου. Και μετ' ευλαβείας ασπαζομένη αυτήν και προσψαύουσα, εθεώρει το παράδοξόν της σχήμα και την βυζαντινήν της παλαιάν τέχνην, ως να την έβλεπε πρώτην φοράν. Το ατμόπλοιον προσήγγιζεν ήδη εις το μικρόν χωρίον.

Και πρέπει να πιαστή, είπεν ο Σερέτης· εγώ θα τονε φέρω ο ίδιος εις του Μαρούπα τα χοιροσφάγια και ύστερα ας πάη ο Κοντοπάνης να τονε κυνηγά. — Πάμε τώρα μέσα, είπεν ο 'γούμενος, να βοηθήσης τον Δημήτρη εις το τρίψιμο των καντηλιών και ύστερ' ανεβαίνεις και τρώμε. Από την αυλή του μπακάλικου έβλεπαν τα δυο υποκείμενα οι παππάδες με τον Γιώργη κ' έλεγαν ανάμεσό τουςπολλά.

Μωρέ παιδί μου, απάνω ς' την εκλογή, μωρέ Γιωργή μου, μαθαίνεις τι ζητάει ο κόσμος. Απάνω στην εκλογή σ' ανοίγει ο άλλος την καρδιά του και σου ξομολογιέται. Σου γυρεύει πέντε δραχμές; θα πη πως πάσχει από φτώχια. Σου γυρεύει καμμιά θεσούλα; θα πη πως πάσχει από τεμπελιά! Λοιπόν, μωρέ παιδί μου, η χήρες φωνάζουν. Τες γδύνει, μωρέ Γιωργή μου, ο κυρ-Δμάκης τες κλέφτει, μωρέ παιδί μου!

Και πού είν' αυτή η Ευρώπη; — Να, ξεύρω κ' εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου; — Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου; — Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργή, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραγματευτής, ο άνδρας μου.

Μέσα στη στενή καμαρούλα, γεμάτη από γυναίκες και παιδιά, με τον χτυπημένο απ' τη μια μεριά, με τη λιγοθυμισμένη αποκεί, ένα σάστισμα είχε χυθή ολόγυρα, με ξεφωνητά, τρεξίματα κι' αντάρα. — Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου, ξαναείπε ο Βαγγέλης πασχίζοντας να ξεκουμπώση τον χτυπημένο. Στη σπετσαρία έπρεπε να σε πάμε.

Μα έτσα που δεν τση φταίω 'γώ, δε θέλω να μου φταίξη κιαυτή, να κάψη το παιδί μου. Για σένα 'γώ φοβούμαι, Γιώργη μου. — Εγώ δε φοβούμαι. — Μην το λες αυτό, Γιώργη, γιατί εσύ δεν κατές.

Είντά ν' αυτά που λες, Μανωλιό; ντα Τούρκοι 'μεστα μεις να παντρευτούμε χωρίς παπά; — Ας μας αφήσουνε να παρθούμε και τότες ας έρθουν και δέκα παπάδες μαγάρι να μας ευλοήσουνε. Μα σα δε μας αφίνουνε; ... Άλλη σωτηρία δεν έχει παρά ναρθής να σε κλέψω· και σα θες παπά, ένα αρνί και δυο τρία κομμάτια τυρί σαν πέψω του παπά Γιώργη, θάρθη τρεχαπετάμενος να μας ευλοήση στο κλεισιδάκι τ' Ομαλού.

&1863, Οχτώμβρης, 27& μέρα Κυριακή. Έγεινε μεγάλη δοξολογία, για την ανάβαση στο θρόνο του Γεωργίου Α' βασιλέως των Ελλήνων. &1864, Πρώτη Γενναριού&. Επάγωσε η λίμνη κι οι ανθρώποι περπατούσαν στον πάγο της ως το νησί. &1865, Πρώτη Μαϊού&. Ένα Οβραιόπουλο έγεινε Ρωμιός και το έβγαλαν στ' όνομα Γιώργη. &1866, Μάης μήνας& κ' έπεσε φοβερό χαλάζι που στρώθηκε σα χιόνι στη γης. Έκαμε μεγάλες ζημιές.