United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ΜΑΝΝΑ. Μη φλόγες κοκκινίζαν τα ρογόβυζά μου 'δώ, παιδί μου, και λάβα μη σε πότισα, κάρβουνο την καρδιά σου λες να κάνω; Γύρισε λίγο να σε ιδώ, Μίλα, παιδί μου, κι' από την πίκρα μου θε να πεθάνω. Κρατάτε με κι' απόστασα. . . Χριστέ μου, στην Καπερναούμ μια μέρα Ζητήσανε να σου μιλήσουμε τ' αδέρφια σου και η μητέρα.

Τρεις χρόνους αγαπούσα κόρην ώμορφη, Και λόγο δεν της πήρα, κι' ουδέ φίλημα. Μια μέρα 'ςτό ποτάμι την απάντησα· Της κρένω, δε μου κρένει, κι' ουδέ με τηρά, Της ρίχνω ένα λουλούδι, δεν το δέχτηκε, Της ρίχνω το μαντήλι, κρυφοθύμωσε... Με συνεπήρε ο πόνος, μάνα, κι' ο καϋμός· Πεζεύω, 'ςτά πλατάνια δένω τ' άλογο Κι αρπαχτικά την πιάνω και την φίλησα.

Τι καλοκαίρι όμως είταν εκείνο! Τι θαυμαστό καλοκαίρι, όλο διάθεση για εργασία, δροσερούς ανέμους, καθαρό ήλιο και θερμές φεγγαροφώτιστες βραδιές! Μας μένει στην ανάμνηση σα μια μόνη ηλιοπλημμυρισμένη μέρα.

Γιατί νικάει ο άρχοντας μ' αδύναμο αν μαλώσει, 80 και το θυμό του αν καταπιεί εκείνη εκεί την ώρα, όμως φυλάει μες στην καρδιά το πάθος του, ως να πάρει στερνά μια μέρα γδικιωμό. Μον τήρα αν θα με σώσεις

Για αφτό δεν πήρα σε καλό το γυριστό δοξάρι τη μέρα εκείνη απ' το καρφί, σαν ξεκινούσα ο έρμος 210 να φέρω εδώ στον Έχτορα βοήθια και στους Τρώες.

Αχ, τα Μπουγάζια! Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον εμπόδισε. — Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρηάκρη. Γαλαξειδιώτες μας λεν. — Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του. — Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα μόλις άρχισε.

Όταν έφτασα στην Αθήνα, στα 1893, ερχάμενος από τη Θεσσαλία, μόλις κατέβηκα στη Βιχτώρια και παρουσιάστηκε την άλλη μέρα ο Μποέμ, να μου κάμη ιντερβιού. Συνήθεια δεν είναι να δημοσιέβη κανείς τις ιντερβιούδες που γράφουν οι άλλοι για σένα. Μα θέλησα να το βάλω κι αφτό στο βιβλίο μου για κάμποσους λόγους, που θαρρώ κ' έχουνε κάποιο βάρος. Πρώτη φορά τότες από τα 1886, γύριζα στην Αθήνα.

ΓΙΑΓΙΑ Πού το έλπιζα, παιδί μου, να σε ξαναϊδώ! ΣΤΑΥΡΟΣ Καθήστε γιαγιά μου. Μην κλαίτε. Δεν κάνει να κλαίη κανείς άμα είναι στα χρόνια σας. Σε περίμενε το σπίτι, ο δρόμος, η χώρα, όλα σε περίμεναν. ΣΤΑΥΡΟΣ Σας πιστεύω, σας πιστεύω . . Κι αφού με περιμένατε δεν είτανε δυνατό παρά να έρθω μια μέρα . . . Έμαθες, Σταύρο, το θάνατό της;

Μαζή με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κιόπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερώτερο παρ' όταν την έβλεπα να κάθεται. — Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την αφήνω την κακορίζικη να κοιμηθή νύχτα και μέρα κιόπου βρεθή την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήση, να δη πως είμ' όξω και στενοχωρηθή.

Καλή μέρα, Δώρα και au revoir. Δ ώ ρ α. Au revoir. Μ α ρ ί α. Δώρα, καλή είδησι Ά, έρχεται η πεθερά μου! φώναζε την Ανναν γλήγωρα. Η Δ ώ ρ α μ ό ν η. Έρχεται η πεθερά. Κακή είδησις! Θεέ μου! Δ ώ ρ α. Άννα! Μέσα, παντού είναι τακτικά, καθαρά, συγυρισμένα... Ά ν ν α. Μάλιστα, κυρία Δώρα. Δ ώ ρ α Μα όχι για μας μόνο. Όπως τα θέλωμε μείς. Όπως τα θέλουν η πολίτισσες... Έρχεται η μητέρα του κυρίου.