Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Εκκλησιάστηκαν οι Κοζάκοι για πρώτη φορά στη Μητρόπολη με μεγάλη παράταξη και με βάρδια στην πόρτα της εκκλησιάς. 1861, Θερτή 18 , μέρα Κυριακή, των Αγίων Πάντων. Εφάνηκε κομήτης στον ουρανό και την άλλη μέρα ήρθε χαμπέρι από την Πόλη ότι έγεινε Σουλτάνος ο Αβδούλ Αζίζ Χαν. 1861, Τρυητή 14 . Έγεινε δοξολογία για την αποτυχία της δολοφονίας της Βασίλισσας της Ελλάδος Αμαλίας.

Σε συλλογιούμουνα στο Πυργί κ' έχυνα δάκρια πικρά. Δεν μπορούσα, δεν ήθελα να πιστέψω πως ο Χάρος μια μέρα θα πη της αγάπης μας· Έλα, έλα, και δω θα τελειώσης! Δεν το πίστεβα πως ο κόσμος μια μέρα θα σε ξεχάση. Σήμερα πια δε φοβούμαι το Χάρο· η αγάπη μας δεν έχει τέλος κι ο κόσμος δε σε ξεχνά.

Διηγότανε μονάχα τι είπε η Μάρθα και πώς παίζανε καλά μαζί. Μια μέρα του είπε η μαμά: — Την αγαπάς πολύ τη Μάρθα; Κι ο Σβεν τέντωσε το κάτω αχείλι κι απάντησε: — Δεν ξέρεις πως η Μάρθα είναι αρρεβωνιαστικιά μου; — Μα αυτό δε μου το είπες, απάντησε σοβαρά η μαμά. — Πρέπει όμως να το ξέρης· θα παντρευτούμε, είπε ο Σβεν. — Πότε θα παντρευτήτε; ρώτησε η μαμά. — Άμα μεγαλώσουμε, απάντησε ο Σβεν.

Έπειτα διηγήθη το ανέκδοτον ενός βοσκού, ο οποίος δεν ήθελε και αυτός κατ' ουδένα λόγον να πλησιάση άλλους ανθρώπους. Ούτε για να μεταλάβη δεν έστεργε να καταιβή στο χωριό. Μια μέρα που τον είδε από μακρυά ο παπάς, τουφώναξε ότι έπρεπε να καταιβή να κοινωνήση, αλλοιώτικα θα πήγαινε η ψυχή του στα τάρταρα.

Είχ' ένα δίκαννο ελαφρό, που θα μου τώδιδε να κυνηγώ όλες τις μέρες που θα μέναμε στον Αμαλό. — Και πότε θα πάμε; — Ύστερ' από δυο μέρες, το σαββάτο πούρχεται. Εγώ θα ήθελα να πάμε την άλλη μέρα ευθύς, αλλ' ο Βασίλης δεν ευκαιρούσε τόσο γρήγωρα. Τις δυο μέρες πέρασα σε πυρετό προσδοκίας και στον πυρετό κείνο, μπορώ να πω, λησμόνησα ολότελα κάθε άλλο.

Μακρυά της, ήξερε ότι ο θάνατός του ήτανε βέβαιος και προσεχής. Καλλίτερα να πέθαινε με μιας, παρά σιγά- σιγά κάθε μέρα. Όποιος ζη με πόνο είναι σαν πεθαμμένος. Ο Τριστάνος επιθυμεί το θάνατο, θέλει το θάνατο. Αλλ' ας μάθη τουλάχιστον η Βασίλισσα ότι πέθανε για την αγάπη της. Ας το μάθη! Ο θάνατός του θα είναι έτσι πειο γλυκός.

Κι' η Κώσταινα περίχαρη άνοιξε τη μοσκοβολημένη της την κασσέλλα κι' έβγαλε από μέσα καρύδια, σταφύλια, σύκα, συκομαΐδες και μήλα κι' έδωκε στον προύχοντα και σ' όλους, όσοι είταν μέσα, ύστερα τους έδωκε το παγούρι με το ρακί, κι' αφού έπιαν καθένας από κάνα δύο φορές κι' ευκήθηκαν στον Κώστα το «&Καλώς ήρθες από τα ξένα γερός και καλάκαι στην Κώσταινα το «&καλώς τον αποδέχτηκεςέφυγαν, κι' έμειναν μοναχοί μέσα στο σπίτι εκείνο, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά καλή μέρα, η Κώσταινα με τον Κώστα της, πούχε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.

Η μητέρα φοβήθηκε πως το παιδί της θα κουφαθή και μια μέρα ήρθε αγριεμένη στο σχολείο. — Άκου δάσκαλε, είπε του Καπετανάκη, εγώ το παιδί μου, τώβαλα στο σκολιό για να ξεστραβωθή. όι να μου το κουφάνης. Δε θέλω να το δέρνης. Σαν κάμη πράμμα, να μου το λες εμένα κεγώ το δέρνω. Γιατί, μα το Θεό πούν' από πάνω μας; άνεν το ξαναδείρης θαρθώ με το κόπανο!

Να που ήρθε και πέρσι και δεν έπαθε τίποτε κανείς. Πέρσι; Θυμούμαι. Φρίκη με πιάνει. Ναι, πέρσι, την άνοιξη, σωστός ένας χρόνος, είταν πάλε αφτός εδώ. Είτανε μουσαφίρης. Στάσου! στάσου! Αχ! τι τρομάρα! Σα να φώναξε η καρδιά μου φοβερά. Λογάριασε, πρόσεχε μην κάμης λάθος. Πέρσι, την ίδια νύχτα, κοιμηθήκαμε δεκατρείς· πέρσι, την ίδια μέρα δεκατρείς καθήσαμε στο τραπέζι.

Αφού στους φίλους μέσα γνώρισα την ψυχή σου, και πόσο μίσος είχες για μένα αισθανθή, αν έμπαινα μια μέρα και στο δικό σου σπίτι, θα μ'έστελνες στον Άδη με δίχτυα δολερά.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν