Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Μια μέρα όμως δεν ξέρω πως κατέβηκε του Ούλοφ να του πη πως έχει μακριά μαλλιά σαν κορίτσι. Αυτό το είχε ακούσει ο Σβεν και πριν, μα δεν τον έννοιασε. Τώρα όμως ο μεγάλος αδερφός πρόστεσε: — Μα δεν πηγαίνει πια, αφού έχεις αρρεβωνιαστικιά. Κι αυτό έκαμε βαθειά εντύπωση του Σβεν. Από την ημέρα αυτή δεν έπαψε να τυραννή τη μαμά για τα μαλλιά του. — Θέλω να έχω τα μαλλιά σαν τάλλα αγόρια, έλεγε.

Πρέπει καμιά μέρα να παρακαλέσης τον Κόντο, να μας βγάλη κανένα ρομάντσο, να διούμε η γλώσσα του τι αξίζει.

Κ' η μέρα σου θα φθάση Να ιδής και την πατρίδα σου να ιδής και τους δικούς σου Όπως τους θες ... ελεύθερους. Με τέτοιους λογισμούς σου Μη την πικραίνης την καρδιά, ω μη! μη την ραγίζης.

Στο Δεσποινιό δεν έμεινεν αμφιβολία πεια ότι η κόρη της εγλύτωσε· κεπήρε το θάρρος να πηγαίνη κέξω από το χωριό, να βλέπη τα χτήματά της, που τόσον καιρό με την αρρώστεια της κόρης της είχε αμελήσει ολότελα. Αλλά κη άρρωστη ξεπόρτιζε σχεδόν κάθε μέρα. Και κάθε φορά σταματούσε σένα μέρος, κιαπό κεί φαινότανε το σπίτι μας. Είχε την ελπίδα να με δη από μακριά.

Φαντασθήτε, τι κατάρα για την κόρη ενός πάπα, δεκαπέντε χρονών, που σε τρείς μήνες δοκίμασε τη φτώχεια, τη σκλαβιά, εβιάστηκε σχεδόν κάθε μέρα, είδε την μητέρα της κομμένην στα τέσσερα, δοκίμασε την πείνα και τον πόλεμο και να πεθαίνη πανωλική στην Αφρική! Ωστόσο δεν πέθανα· αλλ' ο ευνούχος μου κι' ο μπέης μου και σχεδόν όλο το σαράι πεθάνανε.

Ο μικρός ο ταξειδιότης, Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει· Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, Ή νερού καθόλου ίκμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Ολη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ.

Κιθάρα δεν είχαμε, βλέπεις, που «την έπαιζε τόσο καλά» ο Γερα-σιμάκης, — έλεε. «Του την έσπασε μια μέρα, διάολ' έμπα μέσα του, το παιδάκι του», — έλεε. «Από τολότελα, καλή κ' η Παναγιώτενα», — έλεε. ... Ετραγουδούσε ο Μεμάς, τον εβοηθούσε ο Κυρ-Λιας, εκομπανιάριζε και με το μαντολίνο. Έφεβγε η βάρκα μας αργή, έφεβγαν δίπλα τα νερά, έφεβγε το νησάκι πίσω μας, βαθιά.

Ίσως για τούτο και τα λόγια μου δεν τους αρέσουν. Εμένα πάλε μ' αρέσει η Τήνο με το παραπάνω, όταν κάθουμαι ήσυχα στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο της «Εστίας», με τον καλό τον Κασδόνη, που είναι και κείνος Τηνιακός, και μου λέει για την Τήνο. Στου Κασδόνη μαζέβουνται ταπόγεμα κάθε μέρα όσοι γράφουν ή στίχους ή παραμύθια. Βιβλία κανείς δεν αγοράζει.

Και καβαλλάρηδες πολλοί κι ασπιδοφόροι τόσοι τον τριγυρνούν, αστράφτοντας στα χάλκινα άρματά των. Κι όλους και κάθε βασιλιά στα πλούτη ξαπερνάει· τόσο το βιος από παντού μέρα με την ημέρα στα πλούσια τα παλάτια του συνάζεται κι αυξαίνει. Μα κι ο λαός του ατάραχα κ' ειρηνικά δουλεύει.

Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ' ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τάλλα τάκουσες από το γέρο Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανήτες σου.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν