Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Θα φέρουν την είδησι στο Βασιληά: θα ιδούν την τρυφερότητα να γίνεται μανία, τον Τριστάνο διωγμένο ή σκοτωμένο, και της Βασίλισσας τα μαρτύρια. Εφοβούντο μολαταύτα το θυμό του Τριστάνου. Αλλά στο τέλος το μίσος ενίκησε τον τρόμο: μια μέρα οι τέσσερες βαρώνοι εζήτησαν ακρόασι από το Βασιληά Μάρκο. Και ο Αντρέ του είπε: — Ωραίε Βασιληά, δίχως άλλο η καρδιά σου θα οργισθή.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έννοια σου, φίλε, κι' αρκετά μούκαμες συ κυλίματα με τα δικά μου χρήματα, σε άλλους δίκες να χρωστώ, και για τους τόκους πάλι που έγιναν, ενέχυρα να μου γυρεύουν άλλοι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κάποιος δικαστικός κλητήρ μ' εδάγκωσε στο στρώμα. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μπορείς και να κοιμάσαι, μα τούτο να θυμάσαι: τα χρέη πούχεις βάλη, μια 'μέρα θα σου σωριασθούν απάνω στο κεφάλι.

Καλώς νανταμωθούμε... Δεν ειν' αλήθεια, αδέρφια μου; Εψέςτην προσευχή μας Το τάξαμετον Πλάστη μας... 'Σ τη θέση του καθένας... Νερό να μη διψάσετε... Κανείς σας δε θα ρίξη Πριν δώσω εγώ την προσταγή, θέλω μια τέτοια μέρα Να μετρηθούν τα βόλια μου με τόσους σκοτωμένους.

Σήμερον, ο Νικολός το Πιτς, και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν τον φάρυγγα, ενώ εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα!

Αγαπημένοι, αχώριστοι, μονάχοι μας να ζούμε, Κι' αν θα χαθούμε, πάλ' οι δυο μαζί μας να χαθούμε... ..................................................... Κάποιος διαβάτης με καιρό διαλάλησε μια μέρα, Ότι σ' απόκρυφην ερμιάν εύρε χρυσή φλογέρα. — Μάνα, πάρ' της ευχαίς και τ' άγια λείψανα, Τι δεν μπορούν να γειάνουν την αρρώστεια μου. Δεν είν' ούτε από πόνον ούτε από Ξωθιαίς.

Όσο πιώτερο διαφέρει ένας τύπος καινούριος από έναν αρχαίο, τόσο μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχει η μελέτη του για την επιστήμη. Είναι πολύ πιο περίεργο να δείξη κανείς πώς από ένα diurnum, αντίς dies, βγήκε το γαλλικό jour, παρά να διή πώς έγινε μέρα ο τύπος ημέρα , μόλον ότι κι αφτό έχει τη δυσκολία του. Η γλώσσα μας δεν άλλαξε αρκετά.

Ποια απ' την ψυχή μου δύναμι, ποιο χέρι απ' την καρδιά μου Αθώα κ' εγώ να την φιλώ μ' εβάσταγε, δεν ξέρω. Με τέτοια αθώα φιλήματα, μ' αθώα παιγνίδια τέτοια. Ημείς εμεγαλώναμαν και πέρναγαν τα χρόνια. Εγώ 'παιρνα παλληκαριά κι' αυτή ωμορφιά και μάγια. Ως πώφεξε μια χαραυγή, της άνοιξης μια μέρα, Που εγνώρισα 'ςτά μάτια της και 'ςτό χαμόγελό της Κάποιο μυστήριο αγνώριστο ως τότε 'ςτήν καρδιά μου.

Αλλά που αυτές ! αμ δε θάναι σπίτι τέτοια μέρα!. . . Αν δεν τις βρω, να περάσω να πω της Ευρυδίκης;. . Δεν τη θέλεις;-Μα δεν μπορείς να μείνης και μονάχη σου ! μήπως και θελήσης τίποτα ως που να γυρίσωμε με τη Λιόλια.,. Τάχεις όλα κοντά σου, ό,τι σου χρειάζεται; -Δε θαργήσωμε ! Και βρόντηξε πίσω του την πόρτα.

Του Σταθά το καράβι ήτον ολόμαυρο, μαύραις η πάνταις, μαύρα τα ξάρτια, μαύρα τα πανιά· το είχε τάξιμο, να μην τ' ασπρίση, πριν εμβή νικητής μέσα στη Σαλονίκη. Όλη μέρα ήταν μπονάτσα καραντί, τα τρία καράβια δεν μπορούσαν ούτε μπρος να παν, ούτε πίσου να γυρίσουν για ν' αράξουνε.

Όξω στους δρόμους τα παιδιά, εγιόρταζαν κ' εχαιρετούσαν, με τον πιο χαρούμενον τρόπο, την άγια μέρα που ξημέρωνε. Εδιαμεράστηκαν οι συντροφιές· εχωρίστηκαν. Έπιασαν άλλα τις φράχτες στους κήπους μέσα. Νάχουν ταμπούρια να φυλάγωνται· νάχουν και τα πολεμοφόδια άφτονα και πρόχειρα, που ήταν γεμάτες χιόνια, γόνα πάνω από τη γη, οι πρασιές.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν