Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
— Πόσα χρόνια έχουν; Και, καθώς βλέπετε, πάνε! Όλος ο κορνιαχτός της τσατής κατεστάλλαξεν επάνω των. Μαύρισαν, σαν της μουρτιαίς, που βάζουν 'ς την πόρτα της Παναγίας, 'ς την φέστα, και η οποίαις δεν βαστάνε παραπάνω από μια 'μέρα.
— Όχι! δεν είνε όνειρο, κι' ουδέ κοιμάσαι ακόμα Σ' έφερε τ' άλογό σου εδώ κομμάτια 'ςτό δισάκι Κ' εγώ, που μ' εξεγλύτωσες απ' τη σκλαβιά μια μέρα Εγώ με την αγάπη μου και με τα δάκρυά μου, Εγώ μ' αθάνατο νερό σ' ανάστησα, λεβέντη. Τώρ' αρματώσου γλήγορα, ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και χτύπα το, σαν αστραπή 'ςτό σπήτι να φέρη.
Κι όταν από όλ' αυτά έγιναν πιο ζεστοί και πιο ζωηροί, αρχίζουνε να μαλώνουνε σαν ερωτευμένοι και σε λίγο κατάντησαν και στους όρκους. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού πήγε κάτω από το πεύκο, ορκίστηκε στον Πάνα να μη ζήση ποτέ μονάχος μήτε μια μέρα δίχως τη Χλόη. Κ' η Χλόη αφού μπήκε στη σπηλιά ορκίστηκε στις Νύμφες, ότι θα ζήση και θα πεθάνη μαζί με το Δάφνη.
Την άλλη μέρα η σοροκάδα έγινε με τα όλα της φωτιά. Ένα μπάρκο και μια γολέττα Γαλαξειδιώτικη, που τους ακολουθούσαν, τούδωκαν στα πρίμα, πόδισαν. Ο λοστρόμος άρχισε να τα χρειάζεται. — Καπετάνιο, η γολέττα και το μπάρκο, πρωτοτάξιδο μπάρκο! τούδωκαν, πάνε.
Όλη το λοιπόν η προστυχιά της Πόλης, άντρες, γυναίκες, και κάμποσοι Αρειανοί καλόγεροι, ξεκινούνε μια μέρα από τη Μητρόπολη της Αγιά Σοφιάς, σπάνουν τις θύρες της Αγίας Αναστασίας, και ρημάζουν το παρακκλήσι με λιθάρια, με μαγκούρες και μαναμμένα δαδιά. Πήγε να πεθάνη από τη λύπη του ο δύστυχος ο Γρηγόριος.
— Μπα!.. έλεγε συχνά μισοκλείοντας τα μάτια του σα να θαμπώνονταν από το φως. Η Ελπίδα που παρακολουθούσε άγρυπνα τη νιόβγαλτη σκέψη του άρχισε ν' ανησυχή. — Κύτταξε καλά, βαστάξου! του είπε μια μέρα σοβαρά. Όποιος πολυβλέπει τον ήλιο σκοντάβει στο δρόμο του.
Αυτά τα λόγια, που ήκουε ταχτικά, όσες φορές έδινε το γράμμα της να της το διαβάση ο παπάς, ξανάνειοναν την υπομονή της στα στήθια της, και παίρνοντας καινούργιο θάρρος έλεγε μέσα της: — Ο Κώστας μου μ' αγαπάει... δε γίνεται να με λησμονήση! Θάρθη μια μέρα!
Φτώχια και των γονέων! — Ηύρε, θεια, ο παληόγερος, ηύρε φλωριά! Χάλασε μια μέρα ένα καινούργιο μαντζάρικο! — Ξέρω κ' εγώ πάλι! Λοιπόν η Μιλάχρω ήρχισε μετά ταύτα να περιεργάζεται υπόπτως τον σύζυγόν της.
Εκεί ο Λέντζος είδε ένα ώμορφο μουλάρι και το αγόρασε για το σπίτι, και την άλλη την ημέρα πρωί-πρωί ξεκινήσανε για τα Γιάννινα: ο Λέντζος καβάλλα κι' ο Φετάνης με τον Γκεσούλη πεζοί. Ο δρόμος από την Άρτα ως τα Γιάννινα είναι μια ολάκαιρη μέρα, αλλά για να φτάση κανείς σε μια μέρα από την Άρτα στα Γιάννινα πρέπει να ξεκινήση πρωί και να μη χασομερήση στο δρόμο.
Την άλλη μέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή του ετοίμασε μπάνιο και απαλά άλειψε το σώμα του με ένα φίλτρο που είχε φτιάσει η μητέρα της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν