United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι. ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες. Περνούσαν ως τόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου.

Κάθουνται τα βουνά και καμαρώνουν τ' Απεράθου, τωραιότερο απ' όλα τα χωριά. Η φύση όλη το καμαρώνει· ο ήλιος το γλυκοφιλά κ' οι αχτίδες του, σαν ερωτεμένες, χαδέβουν ταμπέλια τ' Απεραθιού.

Από μέσα από μια μουριά, ένα μικρό σκουληκάκι είπε σιγαλά: — Εγώ είμαι ο μικρός ανυφαντής, που ρουφάω τις αχτίδες του ήλιου και του φεγγαριού. Εγώ θα της υφάνω τα μαλλάκια της. Ένα πουλάκι, που κελαϊδούσε τη νύκτα με το φεγγάρι, είπε τραγουδιστά: — Εγώ θα κτίσω τη φωληά μου μέσα στα στήθια της και θα κελαϊδώ τα πιο γλυκά τραγούδια μου.

Κάποτες μου έρχεται σα να κατεβαίνω κάτω βαθιά, δεν ξέρω πού, και δεν μπορώ να σταθώ· κι ο κατήφορος είναι μια γλύκα, σαν το βελούδο μαλακός· στράφτει ο ήλιος και φαντάζουμαι τότες πως κολυμπώ στις αχτίδες του μέσα· όλα τα ξεχνώ, βλέπω μόνο τη Μοιρίτα και θαρρώ πως βυθίζουμαι, αγάλια αγάλια, σε καμιάν άβυσσο γεμάτη φως, θαρρώ πως ξανοίγει μπροστά μου κανένας ήσυχος, ολόφαιδρος τόπος, ηλιολουσμένος, που δεν πονεί η καρδιά μου.

Ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, κι' όπου μας φώτισε πρώτη φορά ο ήλιος με τες χρυσές του αχτίδες, είναι για τον καθένα μας τόπος ιερός και αγαπητός, είναι τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στη μεγάλη μας πατρίδα, την ελεύτερη και τη σκλαβωμένη ακόμα Ελλάδα, όπως η Εκκλησιά είναι ο τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στο Θεό.

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Πρέπει όμως να παρατηρηθή πως ο Κωσταντίνος δεν έδειχνε πάντα και την ίδια προσοχή και δειλία, αφού όταν έστησε στη Ρώμη τον αδριάντα του έβαλε σταυρό απάνω στην άκρη του κονταριού του. Άρχιζε και γλυκόφεγγε η μεγάλη του ιδέα στο διάβα του απάνω, και σε κάθε του πάτημα τώρα κι ομπρός ανταμώνουμε τις σωτήριες αχτίδες του. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες και βρέθηκε πάλε στο Μιλάνο.

Τ' άλογα τότε ο Άλκιμος κι' ο Αφτομέδος πιάνουν και ζέβουν, κι' όμορφα λουριά τους βάζουν, και στα δόντια τα χαλινάρια, κι' άπλωσαν τα γκέμια τους ως πίσω στο καλοκάρφωτο κουτί. Κατόπι ο Αφτομέδος 395 πήρε στα χέρια καμοτσί λαμπρό και τεριασμένο, και μες στ' αμάξι πήδησε. Και πίσω ο Αχιλέας ανέβηκεάμα οπλίστηκεστ' αμάξι, και σκορπούσε αχτίδες λες απ' το χαλκό σαν ήλιος φωτοδότης.