Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
— Σέλω νάναι πουλύ, πουλύ μεγάλη! είπεν ο μικρός. — Μεγάλη γρηά, ίσα μ' εμένα, είπεν η Φραγκογιαννού. Εν τω μεταξύ, το μικρότερον των δύο κορασίων, το Δαφνώ, καθώς εκύτταζεν εναλλάξ τον λύχνον και την Φραγκογιαννού με τεθηπός βλέμμα, ως να υπνωτίσθη από το όμμα της γραίας, ενύσταξε, έγειρε το κεφαλάκι του προς την εστίαν, και απεκοιμήθη.
Πάραυτα, αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου», απεκοιμήθη πάλιν, ο δε Φάλκος και πάλιν έσπευσε να εξέλθη. Μεσονύκτιον ήτον ήδη, και η σελήνη είχεν ανατείλη προ πολλού. Ο Φάλκος, όταν εξήλθε το δεύτερον έξω, έρριψε ξύλα εις την φωτιάν, διά να μη σβύση, επειδή μεγάλως τον έτερπε και τον εγοήτευε το πυρ, εις την σιγήν και την γαλήνην της νυκτός, εις το μέσον των ερειπίων.
Και ο δεσμώτης, Θωμαή μου, όταν βραδύνη η χάρις, και απολέση πάσαν απελευθερώσεως ελπίδα, γέρνει επάνω εις τα δεσμά του και αποκοιμάται ήσυχος πλέον . . . — Να πάγω να του κάμω τουλάχιστον ένα μνημόσυνο! Εψιθύρισε καθ' εαυτήν η Θωμαή και απεκοιμήθη, σκεπασθείσα με το μαύρο της το σάλι, ως ήτο, επακκουμβώσα προς το πλευρόν, ως καλογραία της Τήνου αποκοιμηθείσα επάνω εις τον κανόνα της.
Και εις τον νουν του είχε μόνον την τελειωτικήν δημοπρασίαν των ελαιοδεκάτων, τα οποία, μετά μίαν ημέραν, θα κατεκυρόνοντο οριστικώς, επ' ονόματι του απατήσαντος αυτόν πονηρού αντιπάλου του. Απεκοιμήθη.
Και εκεί που εθρήνει και ωδύρετο η καλή κόρη απεκοιμήθη ποιήσασα τον σταυρόν της πρώτον και ψελλίσασα μυστικούς τινας λόγους, εξ ων ηκούσθη μόνον ελαφρώς: — Άι-Βασίλη μ'! Και απεκοιμήθη κλαίουσα ακόμη και εις τον ύπνον της.
Και ως ήτο γονατισμένη, εκάθησεν, έκλινε την κεφαλήν της προς τα γόνατά της και απεκοιμήθη. Και εν ώ έξω οι ποιμένες εν πασχαλινή ανυπομονησία έστρωνον ευφροσύνως μοσχοβολούσαν την τράπεζαν, και εστρώνοντο εγγύς και αυτοί, η θεια Μυγδαλίτσα εντός του ναού ωνειρεύετο.
Τότε ακούμπησε το κεφάλι του εις τα γόνατά της και άπλωσε τα ποδάρια του οπού έφθαναν έως το περιγιάλι· και απεκοιμήθη, και άρχισε να ρογχαλίζη, εις τόσον οπού ηχολογούσεν η ακροθαλασσιά.
— Πώς να πάη! . . . είπεν αυστηρώς η γραία· ησύχασε τώρα, και συ! . . . Τι θα κάμη! . . . δεν θα βήξη; — Πώς το βλέπεις, μάνα; — Πώς να το ιδώ; . . . Μωρό παιδί είναι . . . να, που ήρθε στον κόσμο κι' αυτό! επρόσθεσε με στρυφνόν και αλλόκοτον ήθος η γραία. Και μετ' ολίγον η λεχώνα απεκοιμήθη ησυχώτερα. Η γραία μόλις έκλεισεν ολίγον τα όμματα την ώραν του όρθρου, μετά το τρίτον λάλημα του πετεινού.
Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα. Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και απεκοιμήθη.
Και το ανδρόγυνον κατεκλίθη· αλλά δεν απεκοιμήθη αμέσως, όπως άλλοτε, ότε ο ύπνος ήρχετο ταχύς αναπαύων τα εκ της εργασίας καταπεπονημένα των μέλη, και ναρκών ευκόλως την αργήν αυτών διάνοιαν. Είχον τόσα πράγματα να σκεφθούν απόψε, η Μαριώ και ο Δημήτρης!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν