Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Κατά την αδελφήν Πογκίαν, η νέα ήτις είχεν έλθει είχεν όλως φανταστικά χρώματα. Ήτο υψηλή ως ανήρ και ωμοίαζε κατά την φυσιογνωμίαν με την Αγίαν Περπέτουαν, την προστάτιν του μοναστηρίου, ήτις είχε την έκτακτον όλως χάριν να δαμάζη τα άγρια θηρία. Τοιαύτην την είχεν ιδεί η αδελφή Πογκία εις τας οπτασίας της. Η Βεάτη ουδέν εκ πάντων τούτων παρεδέχετο.

Όχι, Μα τον Θεόν, απήντησεν ούτος, την αλήθειαν σας λέγω, έτσι να χαρώ, να έχης και καλήν ψυχήν. Αυτή είνε η αλήθεια. Η Βεάτη ήτο έτοιμος να διηγηθή προς αυτόν τα περί της κλειδός, ην είχε παραγγείλει διά του Τρανταχτή, ότι ήτο ακριβώς προωρισμένη διά τον αυτόν σκοπόν, υπέρ ου και εκείνος διεφέρετο, κατά την αφήγησιν τουλάχιστον του Σκούντα.

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.

Αλλά πάσαν την οσιότητα ην ήσκει, δεν είχε φθάσει ακόμη εις υψηλά μέτρα αρετής και δεν είχεν αποκτήσει το προορατικόν χάρισμα. Άλλως δε ο στέφανος αυτής προήρχετο εκ της υπακοής, διότι έπραττε τα πάντα όπως υπακούση εις την δέσποινάν της την ηγουμένην. Η δυστυχής Βεάτη είχε και αυτή άλλην δέσποιναν, τοσούτω δεσποτικωτέραν όσω δεν είχε σάρκα και οστά, και εις αυτήν μόνην υπήκουεν.

Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη.

Εδώ είνε, είπε τέλος η Βεάτη. Αλλ' ειπέ μοι, διατί ο Τρανταχτής ενδιαφέρεται; — Αυτή είνε πτωχή νέα αξιολύπητη, και φαίνεται ότι ο Τρανταχτής είνε φίλος της οικογενείας της, είπεν ο Σκούντας. Και εις ποίον μέρος, παρακαλώ, κατοικεί αυτή; — Παντού ανακατόνεται αυτός ο ευλογημένος ο Τρανταχτής, είπεν η Βεάτη. Και πόθεν έμαθεν ότι ευρίσκεται αυτή εδώ;

Δεν πιστεύω να το ειξεύρη, απήντησεν ο Σκούντας. Αλλά δείξατε μοι, παρακαλώ, το δωμάτιόν της. — Αυτή είνε κλεισμένη μέσα, είπεν η Βεάτη. Τι την θέλεις; Πώς την ζητείς; — Είνε κλεισμένη; επανέλαβεν ο Σκούντας. Και δεν εξέρχεται ποτέ; — Εγώ δεν την έχω ιδεί ακόμα, είπεν η Βεάτη. — Δεν την έχεις ιδεί; Λοιπόν είνε φυλακωμένη; — Την είδα από την κλειδότρυπα μόνον, είπε μηχανικώς η Βεάτη.

Ποίας ηγουμένης; είπεν αλλοφρονούσα η Βεάτη. — Ποίας ηγουμένης; Είσαι 'στά καλά σου; — Στα καλά μου; — Ναι. Είνε άλλη ηγουμένη; — Άλλη ηγουμένη; — Βέβαια. — Δεν ξεύρω, είπεν αφελώς η Βεάτη. — Δεν ξεύρεις; επανέλαβεν η Κλάρα. — Βέβαια, απήντησεν η Βεάτη. — Να ξεραθής, είπε ξηρώς η Κλάρα. — Να μαραθής, απήντησε μεμαραμμένως η Βεάτη.

Και αυτή η γυναίκα που έρχεται κάθε μέρα δεν σε περιποιείται; — Ναι. — Σοι φέρει τροφήν; — Μοι φέρει. — Και τι σοι λέγει; — Δεν ειξεύρει και αυτή τίποτε. — Μη την πιστεύης, είπε σχετλιαστικώς η Βεάτη. Είνε γεμάτη πονηρίαν. — Αυτή! — Ναι! Μη την εμπιστεύεσαι. — Αν ζητή να της ειπής τίποτε, μη της το λέγης.

Ήτο αφηρημένη όλην την ημέραν. Αι μοναχαί παρεπονούντο ότι το παρατεθέν αυταίς γεύμα ήτο άβραστον και ανάλατον. Η αδελφή Κλάρα, μία των φρονιμοτέρων καλογραιών, ελθούσα όπως τη μεταβιβάση παραγγελίαν τινά της ηγουμένης, ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος. Η Βεάτη δεν είχε την δύναμιν ν' ακούση, ουδέ να εννοήση τι. — Λοιπόν τι να της είπω; ηρώτησεν η αδελφή Κλάρα. — Ποίας; είπεν αλλόφρων η Βεάτη.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν