United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από την κλειδότρυπα; επανέλαβεν ο Σκούντας ενθυμηθείς την κλείδα ην είχεν εις το θυλάκιον. — Και διατί θέλεις να την ιδής; είπεν η Βεάτη. Ο Τρανταχτής σου παρήγγειλε τίποτε να της πης; — Ο Τρανταχτής... όχι μόνον ο Τρανταχτής. — Αλλά και ποίος άλλος; — Ο αδελφός της, είπε σκοπίμως ο Σκούντας. — Ο αδελφός της; Και τι της παραγγέλλει ο αδελφός της;

Τις άρα ήτο η ξένη αύτη; Ήτο δόκιμος; Ήτο νεοφώτιστος; Ήτο κατηχουμένη; Ήτο μετανοούσα; Ήτο κατάδικος; Άγνωστον. Η αδελφή Βεάτη ετριγυρίσθη. Αύτη μόνη είχε τόσην περιέργειαν, όσην αι άλλαι μοναχαί όλαι ομού. Τι να κάμη; Ανάγκη πάσα νανακαλύψη το μυστικόν. Ν' αποθάνη τις εκ σκληραγωγίας, υπομονή. Ν' αποθάνη εκ γήρατος, χάρισμα. Ν' αποθάνη εκ νόσου, υποφέρεται.

Η αδελφή Βεάτη είχε την καλήν συνήθειαν να λοιδορή αδυσωπήτως πάσας τας μοναχάς, όσαι είχον την ευτυχίαν να συζώσι μετ' αυτής υπό την αυτήν στέγην. Η αδελφή Βεάτη ήτο φιλοπράγμων και ανυπόμονος εις το έπακρον. Δεν ηνείχετο να υπάρχωσι μυστικά δι' αυτήν.

Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ' ουδέν είδεν.

Τότε η Βεάτη εσκέφθη ότι, αφού δεν είχεν ικανοποιήσει την όρασιν, ώφειλε τουλάχιστον να ευχαριστήση την ακοήν. Πατούσα επ' άκρων των ονύχων επλησίασεν εις την θύραν, και έτεινε τα ώτα. Αλλ' ουδέν ήκουεν. Έμεινε χρόνον τινά αυτόθι. Ουδέν.

Το έμαθεν από τον αδελφόν της, είπεν ο Σκούντας. Αλλ' ειπέτε μοι, εις ποίον δωμάτιον κατοικεί αυτή; — Έχει λοιπόν και αδελφόν; επανέλαβεν η Βεάτη. Και πώς την άφησε να την πάρουν; — Είνε ανόητος, ως φαίνεται, είπεν ο Σκούντας. Εις ποίον μέρος του μοναστηρίου ευρίσκεται το δωμάτιόν της; — Και ειξεύρει ο Τρανταχτής με ποίον σκοπόν την έφεραν εδώ; εξηκολούθησε να ερωτά η Βεάτη.

Ν' αποθάνη εκ βιαίου θανάτου, τι να γείνη; Αλλά ν' αποθάνη εκ περιεργείας; Τούτο θα ήτο πρωτάκουστον. Και όμως η αδελφή Βεάτη θα ήτο ικανή να δώση εις τον κόσμον το τοιούτον παράδειγμα. Η Βεάτη, ιδούσα ότι δεν έμελλε να κατορθώση τι διά των συνήθων μέσων, ήρχισε να σκέπτηται ήδη ότι ήτο ανάγκη εκτάκτου τινός διαβήματος. Εν τω μεταξύ δ' εξέφαζε διαφόρους αλλήλας αναιρούσας εικασίας.

Την φοράν ταύτην η Βεάτη ησθάνετο εν εαυτή διπλούν θάρρος ή την προλαβούσαν εσπέραν, είχε δε απόφασιν να εξαγάγη κέρδος τι, όπως ηδύνατο, εκ της δευτέρας ταύτης κατοπτεύσεως. Αφού ανέβη και τας τεσσάρας κλίμακας, έστη επί στιγμήν όπως αναπνεύση, επλησίασεν εις την θύραν του κλειστού θαλάμου και ηκροάσθη. Ουδέ πνοή ηκούετο.

Η Βεάτη προσήρμοσεν αύθις τον οφθαλμόν εις το κλείθρον και τότε κατώρθωσε να διακρίνη πρόσωπόν τι νεάνιδος ωχρόν και ισχνόν, περιβαλλόμενον υπό ατάκτου καστανής κόμης. Η Βεάτη ευηρεστήθη εκ της εξετάσεως ταύτης. — Είσαι ωραία, είπε. — Κ' εγώ δεν θα σε ίδω; είπεν η ξένη.

— Η Μπογγία, η Πεάτη και η Βία... — Η Πογγία, η Βεάτη και η Πία; — Ναι. — Είνε μοναχαί. — Εις ποιον μέρος; — Δεν ειξεύρεις ότι έχω σχέσεις εις έν γυναικείον μοναστήριον; — Νομίζω να ήκουσα. — Είνε το μοναστήριον της Αγίας Ελισάβετ. Απέχει τρεις ώρας απ' εδώ. — Το ειξεύρω. — Εκεί έχω πολλάς σχέσεις. — Τίνος είδους; — Καλάς. — Καλάς, το ειξεύρω, αλλά.... — Αγνάς εννοείται.