Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Αυτά πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• 270 «κάθιζ', Ευρύλοχε, συ αυτού, να τρώγης και να πίνης, 'ς τον τόπο όπου ευρίσκεσαι, σιμάτο μαύρο πλοίο• εγώ θα υπάγω• φοβερή με υποχρεόνει ανάγκη».

Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος το λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό ήτον κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα από μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην πέτραν.

Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε, και με προσκαλεί να υπάγω. — Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο εκατόνταρχος. — Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής κάτι. — Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία. — Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών.

Αυτά 'πε, και το μέγαρον διάβηκεν η γραία να φέρη ποδονίψιμο, τι χύθ' όλο το πρώτο· και αφού καλά τον ένιψε κ' εμύρωσεν εκείνη, 505 εις την φωτιά να πυρωθή σίμωσε το θρονί του και με τα ράκη σκέπασε το λάβωμ' ο Οδυσσέας· τότ' άρχισεν η φρόνιμη να λέγη Πηνελόπη· «Ω ξένε, τώρα κάτι εγώ θα σ' ερωτήσω ακόμη· ότ' ήδη φθάνει της γλυκειάς ανάπαυσης η ώρα 510αυτούς, 'που πιάν' ύπνος γλυκός, μ' όση και αν έχουν θλίψι. αλλ' άμετρην διώρισε λύπηνεμένα η μοίρα. όσ' είν' ημέρα ευφραίνομαι με στεναγμούς, με θρήνους, 'ς το σπίτι ενώ τα έργα μου προσέχω και των δούλων· αλλ' άμ' η νύκτα καταιβή και όλοι γλυκοκοιμούνται, 515την κλίνην, οπού κείτομαι, την έρημη καρδία, σκληροί μου σφίγγουν λογισμοί και βιάζουν με να κλαίω. και όπως αηδόνα η πράσινη, η κόρη του Πανδάρου, γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση, ενώτων δένδρων κάθεται τα φουντωμένα φύλλα, 520 και ως χύνει την πολόηχη φωνή της συχναλλάζει, τον Ιτυλόν της κλαίοντας, παιδί της, 'που 'χε σφάξει άγνωστα εκείνη, τον υιόν του Ζήθου βασιλέα· όμοια κ' εμένα εδώ κ' εκεί σαλεύεται η καρδία, αν θα σταθώ με το παιδί, και ως είμαι να φυλάγω 525 το είναι μου, ταις δούλαις μου και το υψηλό παλάτι, σέβας της κλίνης νυμφικής και της φωνής του κόσμου, ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήσω κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. και όσ' ήταν άγνωστο παιδί δεν μ' εσυγχώρει ο υιός μου 530 άνδρα να πάρω αφίνοντας του πρώτου ανδρός το δώμα· πλην τώρ' ότ' εμεγάλωσε και παλληκάρι εγίνη, λεπείται την ουσία του, 'που τρώγουν οι μνηστήρες, και τους θεούς παρακαλεί να υπάγω εις τους γονείς μου. αλλ' όνειρο τώρ' άκουσε, και να μου το εξηγήσης· 535το σπίτι χήναις είκοσι με μοσκευτό σιτάρι εγώ τρέφω, κ' ευφραίνομαι καθώς ταις βλέπω εμπρός μου. μέγας αετός κυρτόμυτος απ' τ' όρος εκατέβη και τους λαιμούς των έκοψε· νεκραίς επέσαν όλαιςτο μέγαρο, και ο αετός σηκώθητον αιθέρα· 540 κ' εγώ μες τ' όνειρ' έκαμνα ξεφωνητό και κλάψα· κ' εμένα η καλοπλέξουδαις κυκλώσαν Αχαιίδες ενώ 'κλαια πως αετός μου φόνευσε ταις χήναις· γύρισε αυτός κ' εκάθισετην κορυφή της σκέπης, και με φωνήν ανθρώπινη μ' εμπόδιζε να κλαίω· 545θάρρεψε, ω κόρη του γνωστούτον κόσμον Ικαρίου, όχι όνειρον, αλλ' όραμα καλό 'που θ' αληθεύση· η χήνες τους μνηστήραις σου δηλούν, κ' εγώ, 'που ως τώρα ήμουν αετός, ο άνδρας σου τώρ' είμαι κ' επανήλθα να δώσω τέλος άσχημον εις όλους τους μνηστήραις.— 550 αυτά 'πε κείνος και άφησεν εμένα ο γλυκός ύπνος· και όπως τα μάτια γύρισατο σπίτ' είδα ταις χήναις 'που τρώγαν σίτον ως προτού τριγύρωτην λεκάνη».

Όταν ο δυστυχής πραγματευτής είδεν ότι το Τελώνιον χωρίς άλλο έπρεπε να τον αποκεφαλίση, άρχισε να θρηνή μεγαλοφώνως, και λέγει του· σε παρακαλώ, άκουσε ακόμη ένα λόγον, λάβε ταύτην την καλωσύνην να περιμένης ολίγον καιρόν, διά να υπάγω να αποχαιρετήσω την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, και τακτοποιήσω τα υπάρχοντά μου κάμνοντας διαθήκην διά να μη γεννηθούν σκάνδαλα, κρίσεις και διχόνοιαι αναμεταξύ εις τους υιούς μου μετά τον θάνατόν μου, και έπειτα θέλω έλθει εδώ εις τον ίδιον τόπον διά να με αποκεφαλίσης.

Όταν επέστρεψεν εις το χωρίον, έστειλε πάλιν το παιδί να δανεισθή το κοιλόν του μεγάλου Κλώσου. — Τι σημαίνει τούτο; είπεν ο μεγάλος Κλώσος. Μήπως δεν τον εσκότωσα; Ας υπάγω μόνος μου να ίδω τι τρέχει. Και υπήγεν ο ίδιος με το κοιλόν του. — Πού τα ηύρες πάλιν αυτά τα χρήματα, ηρώτησε. — Δεν εσκότωσες εμένα, αλλά την νόναν μου, του απεκρίθη ο μικρός Κλώσος.

Εμβήκαμεν εις ένα μικρόν σπιτάκι, εκεί που ήσαν οι άλλοι δύο Φακύρηδες οι οποίοι μας εδέχθηκαν με τες αγκάλες ανοικτές, και εφαίνονταν, πολλά ευχαριστημένοι διά την απόφασιν που έκαμα, διά να ζήσω μετ' εκείνους· μου ερμήνευσαν εις ολίγον καιρόν τα μυστήριά τους, που θέλει να ειπή τα οχήματά τους και τες υποκρισίες των, και οπόταν έγινα τελείως διδασκαλεμένος εις την τέχνην τους διά να γελώ τον λαόν, με ένδυσαν ωσάν και του λόγου τους, και με υποχρέωσαν να υπάγω εις την χώραν, διά να προσφέρω εις τους καλούς ανθρώπους από ένα κλωναράκι δάφνης και ελαίας, και ψάλλοντας στοίχους να τους ζητώ ελεημοσύνην· και με τούτον τον τρόπον εγύριζα εις το κονάκι μου πάντα με πολλές μονέδες ασημένιες, που μας εχρησίμευαν διά να μεθοκοπούμεν.

Αυτό με εξέπληξε πολύ περισσότερον, μην ηξεύροντας τι να στοχασθώ δι' αυτά που έβλεπα· και εκεί που τοιαύτης λογής εστοχαζόμουν, γυρίζω τα μάτια μου προς το παλάτι, και βλέπω εις ένα παράθυρον μίαν ωραιοτάτην κυράν, που μου έκανε νόημα να υπάγω εις αυτήν.

Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις το παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου, και την ώραν του αντιδώρου, η γυνή του Μπούκη του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της την Αγγελικούλαν, μ' επλησίασεν εις το στασίδι, διά να μου υπομνήση, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα. Τραγούδια του Θεού!

Έμενα εκστατικός εις παρομοίαν διήγησιν και έλαβα την περιέργειαν διά να υπάγω να ιδώ με τους οφθαλμούς μου ένα τέτοιον εξαίσιον κτίριον, το οποίον μου εφαίνετο παράξενον.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν