Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
— Ακόμα, πάτερ Συμεών, είπε ο ηγούμενος, περιμένουμε απ' το χωριό τον αστυνόμο. — Τον αστυνόμο!, αα, τι τρέχει; — Δεν τάμαθες! — Είμουνα κάτου στ' αμπελάκια σήμερα, τόρα γιαγιά ήρθα, χαμπάρι δεν έχω. — Είχαμε φασαρίες σήμερα το γιόμα. Μας έκλεψαν, πάτερ Συμεών. Κι ο ηγούμενος χαμογέλασε. — Μας έκλεψαν, τι;, πώς;, πότε;. Μας έκλεψαν!...
Φαίνεται δηλαδή σα να ζητούσε να φέρη την ειρήνη και την ένωση της Εκκλησίας με τους τρόπους της παπωσύνης, που άλλο γιατρικό δεν ήξερε από κατατρεγμό. Και θα είχαμε ίσως πολλές και μεγάλες τραγωδίες να διηγηθούμε α δεν τύχαινε να βρίσκουνται και διαφορετικές γνώμες στο παλάτι μέσα. Και πρώτη η Θεοδώρα.
Τι είπες; μήπως μας εκατάλαβαν που είχαμε συμφωνήση για του παιδιού το σκοτωμό κρυφά; ΘΕΡΑΠΩΝ Το έχεις νοιώση και τώρα θα τιμωρηθής και συ από της πρώτες. ΧΟΡΟΣ Το σχέδιό μας το κρυφό πως τάχα εφανερώθη; ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί ο θεός δεν θέλησε να μολυνθή το δίκηο, και τόκανε πειο δυνατό από την αδικία.
— Ακούς εκεί! τι άλλο θα έσφαξαν από πετεινό, παιδί μου . . . καλά εξεφάντωσαν εκείνοι, με τον πετεινό, τον μικρόν εκείνο . . . Μακάρι να είχαμε κ' εμείς ένανε! — Τώρα τον είχα μελετήσει, μάνα, και του έταξα του γυιου μου ένα πετεινάρι, είπεν η Μαχώ.
Το μετάξι καθαυτό είτανε γνωρισμένο, αφού σε πολύ πιο παλιούς καιρούς κατασκευάζανε λαμπρά μεταξωτά και στη Συρία κι αλλού· πολυέξοδο όμως, επειδή έφερναν το υλικό από την Κίνα με μεγάλους κόπους, με βαρειές θυσίες, και μέσον Περσίας. Πλέρωνε δηλαδή η πραμάτεια φοβερούς φόρους, και καμιά φορά σαν είχαμε Περσικούς πολέμους δεν περνούσε κιόλας. Από θάλασσα πάλε η μεταφορά του ακόμη πιο δυσκολώτερη.
Γνωρίζεις βέβαια τον γείτονά μου και ομότεχνον, τον Σίμωνα, ο οποίος όχι προ πολλού καιρού εδείπνησε στο σπίτι μου, όταν κατά την εορτήν των Κρονίων είχα μαγειρεύση φάβα και είχα ρίξει μέσα δύο κομμάτια λουκάνικο. ΠΕΤ. Τον ξέρω εκείνον τον κοντόν τον πατσομύτην, που άμα έφαγε έκλεψε το μόνο πιάτο που είχαμε το χωματένιο, τώκρυψε κάτω από τη μασχάλη του και έφυγε.
Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα: — Δεν ήρθε ο παπάς. — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο Μελαχροινός. — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε. Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε. — Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.
Θα ήταν απαράλλαχτη, αν δεν είχαμε μνημονικό οι άνθρωποι, κι αν ξεχνούσαμε ολότελα. Πρέπει να μάθουμε να ξεχνούμε. Είναι πολύ όμορφο εκείνο το «Κι όποιος δούλος σας θα γίνη...» στο τέλος της στροφής. Αλλά και τι δεν είναι όμορφο και δυνατό και σκληρό στο στόμα του Γύφτου; Σαν κ' εμάς είν' η φυλή σας· δε θαράξη πουθενά! Κάθε «Λόγος» του ποιήματος είναι ένα ολάκαιρο και ξεχωριστό ποίημα.
Για τούτο περιμέναμε το καλοκαίρι σαν απολύτρωση από κάτι πονηρό κι όταν φεύγαμε από την πρωτεύουσα, είτανε σα να πηγαίναμε να ξανανιώσουμε και να βρούμε την καθαυτό οικογενειακή ζωή. Τώρα θέλω να διηγηθώ για το τελευταίο μας καλοκαίρι, που είχαμε αληθινά το αίστημα πως ζούμε, για το καλοκαίρι, που έγινε όλωςδιόλου διαφορετικό παρότι ελπίζαμε και στοχαζόμαστε.
Πώς μπορούμε μεις ν' αλλάξουμε τα θελήματά Του. — Σωστά ... — Να ξέρης, μωρέ γυναίκα, που ο Θεός βλέπει μακρύτερ' από μας· είπε ο γέρος αφίνοντας κάτω το πελέκι του. Άφηκε τόπο εύκαιρο για την Ελπίδα. Αν είχαμε κ' εμείς παιδιά, τι θα γινότανε το βρέφος. Αί ; όχι, σου λέει, πολλά. Ένα και καλό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν