Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Μόνος, χωρίς ιπποκόμο, με τα σπηρούνια βυθισμένα στα ματωμένα πλευρά του αλόγου του, έτρεχε στα τέσσερα. Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, ο Γκορνεβάλης, τον παραμονεύει: γρήγορα έρχεται, αργά θα γυρίση. Περνάει.
Δένει της μπότες του, περνάει το κοντοκάπι του, της σφιχτές κάλτσες και τα χρυσά σπηρούνια. Φορεί το θώρακα, σιάζει την περικεφαλαία. Ανεβαίνει, σπηρουνίζει τ' άλογό του έως την πεδιάδα κ' εμφανίζεται με την ασπίδα σηκωμένη στο στήθος, φωνάζοντας: «Κάρχαιξ!» Ήταν καιρός: οι άντρες του Χοέλ υποχωρούσαν κι' όλα κατά τα τείχη.
Να γλεντίζουν οι Αθηναίοι, και μεις αθώρητοι να τους ζωγραφούμε. Κοίταξε που άρχισαν κιόλας! Περνάει το πρώτο το τάγμα, φάλαγγα πυκνή και με πέννες αρματωμένη. Είναι οι Δάσκαλοι οι γραμματικοί, οι πατέρες της κορακίστικης. Μέρα και νύχτα παιδεύουνται να φράξουν του λαού το στόμα που τους προδίνει, κι αυτό πάλι σκάνει αν δε μιλήση! Άλλοι δάσκαλοι το δεύτερο το τάγμα.
Διαβαίνει το Μακρύνορο, διαβαίνει τη Φλωριάδα, Και χύνεται 'ς τα χειμαδιά του Βάλτου τα μεγάλα 'Σάν τ' Άσπρου τα πολλά νερά θολά, κατεβασμένα Κι' όπου περνάει αφίνει ερμιά, κι' αυλάκια στερφεμένα Κι' ολούθε σκλάβους παίρνει Κι' αρμάθες 'σάν ο Χάροντας 'ς τ' ασκέρια του τους σέρνει.
Άμα πατήσω το πόδι μου στη στερηά θα σας γράψω αμέσως. Να πήτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση...» Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε.
Τραγούδι του παλιού καιρού, του Πάλλα το τραγούδι Άλλος για το κυνήγι λέει 'ς της νύχτας το καρτέρι, Σίντα ξεβγαίνει το καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι. Άλλος πιξάρι πελεκάει και ζωγραφίζει αγκλίτσαν, Άλλος γαλαροκούδουνα περνάει 'ς τα κόθρα μέσα.
Πάμε, πάμε μαζί στο χωριό· εκεί που γεννιέται και μεγαλώνει η ρωμιωσύνη. Και κατόπι ξεκινούμε κατά τις μεγαλονόματες χώρες, εκεί που η ρωμιωσύνη περνάει ταντρίκια της χρόνια, ή τα σακάτικα γερατειά της. Θα σε φέρω από σοκάκι ακόντευτο κ' έρημο, κι ας είναι μέρα μεσημέρι· από την πλευρά του Κάστρου του Γενοβέζικου. Δέρνει ο ήλιος τους τοίχους του, και πολεμάει να στεγνώση τις λάσπες του.
Περνάει όμως ο άνεμος της δυστυχίας και ο κόσμος σκορπάει, όπως τα σύννεφα στον ουρανό γύρω από το φεγγάρι, όταν φυσάει η τραμουντάνα.
— Χαρά 'ςτόν όπου εγέννησε τέτοιο παιδί 'ςτόν Κόσμο, Χαρά 'ςταίς χώραις που περνά, 'ςτούς τόπους που διαβαίνει! Όλον το Κόσμο εγύρισεν ο Ήλιος όλη μέρα. Περνάει κάμπους και βουνά και δάση και ποτάμια.
Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε. — Και πότε με το καλό θα φύγωμε, ψυχομάννα; — Το γρηγορώτερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψωμε σιγά-σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψωμε τις δουλειές μας και να ρίξωμε πέτρα πίσω μας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν