Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Τότε ο Δράκοντας ξέρασε από τα ρουθούνια ένα διπλόν πίδακα φαρμακερές φωτιές: Ο θώρακας του Τριστάνου μαυρίζει σαν σβυμένο κάρβουνο, τ' άλογο του κυλιέται χάμου και ψοφάει. Αλλά ο Τριστάνος ξανασηκώνεται αμέσως και χώνει το γερό ξίφος του μέσα στο στόμα του θηρίου: το ξίφος περνάει πέρα για πέρα και του κόβει την καρδιά στα δύο.

Βλέπω, βαθυά, μίαν σπίθα· Πλησιάζει· μεγαλόνεται· Ωσάν κύκλος αμέτρητος, Ως πέλαγος φλογώδες Εμπρός μου απλώθη· Ελεεινά ναυάγια Πλέουσιν αυτού. Μεγάλον Κορμί νεοσπαραγμένον Περνάει, και ως σώμα φαίνεται Μίας βασιλίσσης. Ω Ελλάς!... — ιδού χιλιάδες Παιδιών έτι εις τα σπάργανα Περνάουν, κ' εις κάθε στήθος Ένα μαχαίρι στέκεται Καταχωσμένον. Κοράσια, ιδού, μητέρες Περνάουν.

Η Ιζόλδη είναι, βασίλισσα και φαίνεται να ζη ευτυχισμένη. Η Ιζόλδη είναι βασίλισσα και ζη με τον πόνο. Η Ιζόλδη έχει την τρυφερότητα του Βασιληά Μάρκου. Οι βαρώνοι την τιμούν. Και οι άνθρωποι του λαού την αγαπούν. Η Ιζόλδη περνάει την ημέρα της στης πλούσιες ζωγραφιστές αίθουσες της σπαρμένες με άνθη.

ΦΛΕΡΗΣΤι με κυττάς έτσι; Τι θέλεις; Τι θα βγάλης πάλι απ' το στόμα σου; Σου είπα. Πάρε τις βαλίτσες απ' τη μέση . . . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔε μίλησα, κύριε Τάσσο. Δεν είπα τίποτε. ΦΛΕΡΗΣΤο ίδιο είναι. Αυτό το βλέμμα σου μου κάνει κακό. Μέσα στα βαθουλωμένα μάτια σου μου φαίνεται πως περνάει όλη η μαύρη ιστορία της ζωής μου. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔε φταίω, κύριε Τάσσο.

Περνάει η ώρα ως τόσο. Ας ξεκινήσουμε παρακάτου. Μπορούσαμε να περάσουμε ώρες κι ώρες ανάμεσά τους. Μπορούσαμε να πάμε κατά το Τζαμί και να τους βλέπουμε να πλένουνται, να πλένουνται μπροστά στις αραδιασμένες βρυσούλες, να τρίβουν τα ματωμένα τους χέρια, να ξαναπλένουνται και να τα ξανατρίβουν, και πάλι να μη βγαίνουν οι καταραμένοι λεκέδες!

Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι, Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει, Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του, Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος, Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα, Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.

Όμως ο Καλίφης που δεν είχε συνηθίσει να μην του περνάει, απέρριψε την συμβουλή, και μετά από λίγη συζήτηση ακόμα αποφασίστηκε ότι η ερώτηση θα γινόταν από τον βαστάζο. Ξαφνικά η Ζωηδία γύρισε και βλέποντας την αναταραχή ρώτησε, «Τι συμβαίνειτι συζητάτε με τόση σοβαρότητα

Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κ' η αφεντειά της κ' η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικήσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ' έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ' ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της! Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε!

Είταν τα καράβια του Χοσρέφη, και καλημέριζαν τα Ψαρά την αξέχαστη εκείνη αυγή. Όλοι τους σηκωθήκανε στο ποδάρι, έξω από τον καημένο τον Παναγή· πετιούνταν από παντού να δουν τι τρέχει. Δεν περνάει πολλή ώρα και βλέπουν τούρκικες σημαίες απάνω στα βουναράκια, κατά το Φτελιά. Αυτό τους άνοιξε τα μάτια τους δόλιους τους Ψαριανούς. Σαν κοπάδι ξεκίνησαν κατά τη θάλασσα να γλυτώσουν.

Δείχνει ίχνη παλιάς ωμορφιάς, λίγο μαραμένης, το βλέμμα της είναι κουρασμένο και τα κινήματά της σοβαρά κ' επίσημα, δίνουν μια αριστοκρατική έκφραση στο σύνολό της. Χαιρετάει με κλίσι του κεφαλιού διαφόρους γνωστούς της και προχωρεί ζητώντας να βρη παράμερα κάποιο κάθισμα. Ο Φλέρης καθώς περνάει τη χαιρετάει με αδιόρατη ταραχή, σηκωνόμενος απ' τη θέση του, καθώς κι' ο ανθυπολοχαγός.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν