Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Θα την νικήση! Τις πρώτες ημέρες δεν είχε ύπνο στα βλέφαρα· δεν είχε σε κανένα εμπιστοσύνη. Ατού! το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα. Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Τους επείραζε στο φιλότιμο. — Τι διάβολο, καπετάν Θύμιο, τσοπάνιδες είμαστε! ετόλμησε να του παραπονεθή μιαν ημέρα ο γραμματικός. Δεν πιάσαμε κ' εμείς τιμόνι, δεν ίδαμε μπούσουλα!... Εκείνος το αισθάνθηκε.

Περνάει και κείνη για κατιτίς. Θα ταιριάξτε. Κ' η αφεντειά της κ' η εξοχότη σου έχετε χαμένο τον μπούσουλά σας. Εκείνη έχασε μια γυναικήσια τιμή, εσύ μια αντρίκια. Εκείνη δίνει την αγάπη της σ' έναν ξένον, εσύ τη ψυχή σου σ' ένα Χαμίτη. «Τέντζερε γιουβαρλαντή, καπαανά μπουλμούς». Τρέχα, τρέχα στην αγκαλιά της! Τι να πρωτοδούμε και τι να πρωτοθαμάξουμε!

Ο λοστρόμος όμως το χαβά του. «Άκου με που σου μιλάω, καπετάνιο, μου λέει Το παιδί είνε βαρεμένο από αγάπη. Απ' τη στιγμή που σαλπάραμε, τα μάτια του δεν ξεκολλήσανε απ' το νησί, και σαν αφήσαμε το νησί πίσω μας, πάλε, με τη μπούσουλα τα μάτια του εκεί γυρνούσαν μες στο πέλαγο. Κάτι ξέρω που σου μιλάω. Το ξέρεις το μικρό σπιτάκι απάνω στην Ανάληψι, με την κλιματαριά απόξω.

Ποιος ξέρει πού ταξιδεύει; Ταξίδι χωρίς μπούσουλα... — Δεν είπε μαθές τίποτα στο σπίτι του, σαν έφυγε; Δεν το πήρατε χαμπάρι το τι μελετούσε; ρώτησε κάποιος απ' την παρέα. — Τι να πη; αποκρίθηκε βαριεστισμένος ο Μιχαληός. Τρελλός άνθρωπος τι να πη;... Μοναχός μου τον πήγα ψες στο σπίτι, του, που πάλαιβε με τα σκυλιά των καϊκιών. Σαν νύχτωσε, σηκώθηκε στο πόδι.

— 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη; Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους. — Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα! Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος. — Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.

Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Και μόνος ο πηδαλιούχος, όρθιος, επί της πρύμνης, ελαφρά στηριζόμενος επί του τροχού του πηδαλίου, ον περιστρέφει, διευθύνει το πλοίον βλέπων ατενώς προς έν κατέμπροσθέν μας γαλανόν σημείον, μίαν μουνδζούραν του ορίζοντος. — Ανοιχτά, κατά την Κυρά-Παναγιά. Είχε διατάξει ο πλοίαρχος, επιβοηθήσας αυτόν συνάμα εις την στροφήν. — Τον ξέρεις, βρε, τον μπούσουλα;

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν