Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το βράδυ.

«Δόξα στο βασιλιά», έκραξε κοντά του, «δόξα στο βασιλιά», κάποια λαλιά, «δόξα στο βασιλιά», το πήραν κάτου το πλήθη του λαού μακριά πλατιά. «Αυτό θέλει η βουλή που βασιλεύει ψηλά και κυβερνά ουρανό και γη και στέλνει εδώ τον έναν να δουλεύη κι άλλον όσους δουλεύουν να οδηγή.

Εις την ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η βασίλισσα τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της επάνω εις ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν. Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους.

Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180 τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε•

Γύρισε τότες κι' έκραξε στων Λυκιωτών τ' ασκέρι «Λυκιώτες, τι έτσι τη σκληρή αναμελάτε μάχη; Δύσκολο μόνος, βρε παιδιά, κιας είμαι παλικάρι, 410 να σπάσω κάστρο, και στρατί ν' ανοίξω ως τα καράβια. Μον όλοι ομπρός! τι πιο η δουλιά των πιο πολλώνε αξίζει

Να την ξεχάσω θέλω, αλλά την μνήμην μου βαρειά μου την καταπλακόνει, καθώς τον νουν αμαρτωλού βαραίνει αμαρτία. Είν' ο Τυβάλτης έκραξε, νεκρός, και ο Ρωμαίος εξωρισμένος! Η φωνή αυτή, εξωρισμένος, μου ήλθε 'σαν να έσφαξαν Τυβάλτιδες χιλίους.

Είτα παρήγγειλε τον καφέν του, και ειξεύρων ότι έπρεπε να περιμένη είκοσι λεπτά της ώρας εωσού κατορθώση να του τον ψήση ο γέρο-Ακούκατος, ο καφετζής, μετέβη χωλαίνων εις την αποβάθραν, όπου είχαν συναχθή άνδρες τινές και παιδία ξυπόλητα πολλά, όπως ίδωσι και θαυμάσωσι τους υποψηφίους. Την στιγμήν εκείνην απεβιβάζοντο εκ της λέμβου οι υποψήφιοι. Ο μπάρμπ'-Αναγνώστης έκραξε προς αυτούς·

Και ήρχισε να επιπλήττη τον βλάσφημον σύντροφόν του. «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει; Και ημείς μεν δικαίως, άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξε». Και στρέψας την κεφαλήν του προς τον Ιησούν, έκραξε, Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία Σου». Τότε Εκείνος όστις, ως αμνός άμωμος, δεν ήνοιγε το στόμα Αυτού προς τας ύβραις και τας λοιδορίας, ωμίλησε πάραυτα, υπερθεματίζων διά της αποκρίσεώς Του την ταπεινήν εκείνην δέησινΑμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω».&

Κι' έκραξε αφτού τη σεβαστή γιριά του και της είπε. «Γυναίκα, εδώ 'ρθε του Διός μηνήτρα οχ τα ουράνια, και μούπε πως στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να πάω το λατρεφτό μας γιο να ξαγοράσω ο ίδιος 195 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.

— Ε! απ' το Κάστρο! ε! πορτάρη! Ουδεμία φωνή απήντησεν. Ο βοσκός έκραξε με όσην δύναμιν είχε, διά της κεφαλικωτέρας και βραχνοτέρας φωνής του· — Ε! πορτάρη! ε! απ' την Ταράτσα! ε! απ' το Κιόσι!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν