United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα μου μεγαλώνει ένας πόθος δυνατότερος παρότι το συναιστάνουμαι. Είναι ο ίδιος πόθος που έκαμε τη γυναίκα μου να φωνάξη, άμα βεβαιώθηκε πως θα πεθάνη το παιδί της: «Δεν πρέπει να πεθάνη. Το ξέρω πως δε θα πεθάνηΜε τον ίδιον τρόπο λέω τώρα και γω στον εαυτό μου: «Δε θέλω να τη χάσω. Πρέπει να ζήση στο πείσμα όλωνΔε βλέπω πως προσπαθώ το αδύνατο.

Και αποχαιρετά μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του. Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της.

Τι θέλεις, Γιώργη μου; Μα τα μάτια εκείνου ήτανε καρφωμένα στο πάτωμα, δίπλα στο τραπέζι που κοίτονταν κουλουριασμένη η Εληά. Έκανε να παίξη τα χείλη του σαν νάθελε να της φωνάξη. Ύστερα γύρισε κατά τον Βαγγέλη: — Κανένα κόκκαλο! είπε τραυλίζοντας. Είνε μέρες νηστικό το κακόμ... — Ωχ! παραμιλάει! είπε η Ασημίνα. — Το κακόμοιρο! απόσωσε το λόγο του ο Γιώργης.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Ποίος; εκείνος όστις ήτο πάντοτε πλησίον σου. Κάλεσε τον Αινόβαρβον· δεν θα σε ακούση, ή θα σου φωνάξη από το στρατόπεδον του Καίσαρος: «Δεν είμαι πλέον ιδικός σου». ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Τι λέγεις; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Είναι με τον Καίσαρα, στρατηγέ! ΕΡΩΣ. Αλλά δεν επήρε μαζύ του ούτε τα κιβώτια ούτε τους θησαυρούς του, στρατηγέ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Έφυγε; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Βεβαιότατα.

Της ήλθε τότε η παράξενος ιδέα να φωνάξη οπίσω τον σύζυγόν της, να τον κρατήση, να μη τον αφήση να υπάγη. Αλλ' η τόλμη της έλειπεν και θάρρος αρκετόν δεν είχεν αποκτήσει. Είξευρεν ότι εκείνος θα την εσκώπτεν ίσως και ποτέ δεν θα επείθετο. Μόνον όταν απεμακρύνθη η βάρκα, της ήλθον εις την μνήμην άλλαι τινές περιστάσεις και οι φόβοι της κατέστησαν τυραννικοί.

Ήταν εύκολο για τη μοιχαλίδα βασίλισσα ν' απλώση χάμου τα Τυριανά χαλιά για τον κύριό της κ' ύστερα, όταν εκείνος λουζόταν στη μαρμαρένια γούρνα μέσα ξαπλωμένος, να του ρίξη 'πάνω από το κεφάλι του το άλικο δίκτυ και να φωνάξη στον ωρηοπρόσωπο εραστή της να τον λογχίση ανάμεσ' από τα πλέγματα στην καρδιά, που θα έπρεπε να είχε ραγίσει στην Αυλίδα.

Μισόφεγγε στα μάτια της κάποια ελπίδα, που τον άντρα της δεν τονε φώτιζε· κάποια πίστη που σ' αντρίκιες καρδιές εύκολα δε ριζώνει. — Μα δεν είνε, κερά μου, να μη φωνάξη άνθρωπος, απολογιέται ο Σφακιανός. Ακούς εκεί, λέει, ποιος είτανε να τα μαρτυρήση!

Καμμία πτωχή γραία δεν θα ήτο ικανή να φωνάξη, τέτοιαν ώραν, της πάπιες της, αίτινες, άλλως, θα είχον εύρη την χαράν των, και, καθώς εβεβαίωσεν είς χωρικός όστις έλεγεν ότι ειξεύρει απ' αυτά, βεβαίως «εκοιμώντο πλέουσαι εις το νερόν». Η φωνή εκτάκτως οξεία, ήτο ίση με τον ήχον δέκα συριγγών, και δεν ηδύνατο να είνε ανθρωπίνη.

Εξέτεινε τον βραχίονά της προς αυτόν, αλλά δεν ετόλμησε να του φωνάξη, δεν ετόλμησε να τον παρακαλέση! Αλλά και δεν θα την ωφέλει καθόλου, διότι αμέσως ανεκάλυψε, ότι δεν ήτο αυτός, αλλά μόνον το κυνηγετικόν του ένδυμα και ο σκούφος του, που εκρέμοντο επάνω εις το ορεινό ραβδί του, που τοποθετούν οι κυνηγοί κατ' αυτόν τον τρόπον διά να εξαπατήσουν τας αιγάγρους!

Αλλ' αυτός ενόμισε χρέος του να μη φωνάξη δυνατά, επειδή ήτο εν στολή. Έμεινε λοιπόν εις τον δρόμον. Εκεί ήρχισε να ψυχαλίζη· η ψυχάλα έγεινε μετ' ολίγον βροχή ραγδαία. Όταν επέρασεν η βροχή, εβγήκαν έξω τα παιδία της γειτονίας να παίξουν. Έν από αυτά είδε τον στρατιώτην και τον επήρε, και εφώναξε προς τους συντρόφους του: — Ελάτε να τον βάλωμεν να ταξειδεύση.