United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτοι ενόησαν τι εσήμαινεν η κραυγή ή ο κρότος αυτός. Ο είς εφώναξε προς τον γείτονά του·Ποιος να πάη, καπετάν-Στέργιο, να φωνάξη αυτόν τον Μήτρο, τον νειόγαμπρο; Δεν το βλέπω καλά το κόττερο. — Ποιος να πάη, καπετάν-Νικόλα! απήντησεν απαθής ο Στέργιος. — Αλοί-α στον καϋμένον τον Φραγκούλα! είπεν ο πρώτος ομιλήσας. Οι δύο ναυτικοί ήσαν με τα νυκτικά των.

Τόσον βαθειά εχώθηκατο αίμα έως τώρα, ώστε αν παύσω να βουτώ, το να γυρίσω πίσω θα είν' επίσης δύσκολον καθώς να προχωρήσω. Όσα ο νους μου μελετά, το χέρι θα τα πράξη. — Ας γείνουν πρώτα, κ' έπειτα τα στόμ' ας τα φωνάξη! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Το μέγα δυναμωτικόν που θέλει κάθε σώμα. ο ύπνος, σου χρειάζεται. ΜΑΚΒΕΘ Πηγαίνωμεντο στρώμα. Αυτά που εφαντάσθηκα ο φόβος τα εμπνέει.

Πολεμάει να γλυτώση την αρχόντισσα, μα πού να προφτάξη, που θέλει μέρες και μέρες να πάη και νάρθη! . . Ανατριχιάζω, καημένη, και δε συμμαζεύουμαι από την τρεμούλα. Και τέτοιο σκοτάδι! Φέρ' ένα φανάρι από μέσα να καθίσουμε στο κατώφλι αυτουδά! Α μας χρειαστούνε, η Γαρουφαλιά θανοίξη το παραθύρι και θα φωνάξη. Πού ύπνος πια τέτοιες ώρες! Πιπ.

τον πόλεμο της Δομπραίνας ο Καραϊσκάκης είχε διατάξη τον οπλαρχηγό Βασίλη Μπούσγο να πιάση μια ράχη παραπέρα από 'κεί που γίνονταν ο πόλεμος και να περιμένη ως πού να τον κράξη. Ενώ λοιπόν ακολουθούσε ο πόλεμος, ο Καραϊσκάκης ηύρε μεγάλη αντίστασητους Τούρκους κ' έστειλε ένα παληκάρι να πάη να φωνάξη το Μπούσγο βοήθεια.

Να φωνάξη δεν ετόλμα. Αλλοίμονον εις όποιον παλαίη, εάν αρχίση να εξοδεύη τας δυνάμεις του φωνάζων! Επί τέλους πίπτουν κατά γης και οι δύο, χωρίς να διασπασθή ο φρικτός εκείνος εναγκαλισμός. Ο Χρήστος απ' επάνω, η λύκαινα από κάτω· αλλ' η κεφαλή της απλάκωτος αντίκρυ του στήθους του Χρήστου, το οποίον κατεσπάρασσε πάντοτε, αγωνιζομένη ν' απαλλαγή.

Η τρίτη σκέψις του υπήρξε να φωνάξη προς την πολίχνην, εις τους κατοίκους, εις τους φίλους και τους γείτονας να τρέξουν με βάρκες να σώσουν τους πνιγομένους. Αλλ' έπρεπε να τρέξη χίλια βήματα τον ανήφορον διά να φθάση εις την κορυφήν της ακτής, οπόθεν αντίκρυζεν η πολίχνη.

Από την κεριακή αξούριστος, αγουροπρησμένα τα μάτια του με την ξαγρυπνιά, σα νυχτοκλέφτης φαινότανε. Περνάει απόδιπλ' από του Μιχάλη, ανταμώνει ένα του άνθρωπο παραόξω που μάζευε καψόξυλα για τη φωτιά της Μιχάλαινας, και τονε στέλνει να πάη να φωνάξη τον αδερφό του. — Μα, αφέντη, κάνει ο δουλευτής, λογιάζοντας ολόγυρα στον αέρα και θέλοντας να πη πως δεν καλοξημέρωσ' ακόμα.

Θέλω τον Ληρ να εύρω. ΙΠΠΟΤ. Δος μου το χέρι, φίλε μου. Άλλο να 'πής δεν έχεις; ΚΕΝΤ. Ολίγα έχω να ειπώ κ' έχω πολλά να κάμω. Εγώ πηγαίνω απ' εδώ, πήγαιν' απ' άλλον δρόμον, κι' όποιος τον Ληρ πρωτοϊδή τον άλλον ας φωνάξη. Έτερον μέρος της αυτής αδένδρου εξοχής. Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Φύσ', άνεμε, και μάνιζε, σκάσε τα μάγουλά σου!

Άμα εγερθείσαι αι τρεις γυναίκες, εδάγκασαν κατά την συνήθειαν από την ξηράν κουλούραν του Πάσχα, ην εφύλαττον κρεμασμένην από καρφίου επίτηδες, «μη φωνάξη ο γάιδαρος». Έρριψαν το υπόλοιπον είς τινα μικρόν κάλαθον, έλαβον και τι πρόχειρον προσφάγιον και το απαραίτητον διά την πρωτομαγιάν σκόροδον «που καθαρίζει το αίμα» και εξήλθον, αφού εν τω μεταξύ η Σοφούλα πεταχθείσα εις το πηγάδι, εκόμισε κρύο-κρύο νερό, να υπάρχη όταν θα επανέλθουν την νύκτα.

Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα, όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη.