Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Ιουλίου 2025


Είναι αλήθεια όμως πως η Πιπίτσα μου είπε και τούτο. Ο Σταύρος δεν έφταιγε ο καημένος που έφυγε. Όλα τάφταιγε ο πατέρας που τον καταπίεζε. Τότε μ' έπιασε μια περιέργεια και την παρακάλεσα να μου πη όλα όσα ξέρει. Μα αυτή μου είπε πως παραπάνου απ' αυτά δεν είξερε τίποτα, και πως κι αυτά που μου είπε δεν είναι μυστικά. Όλος ο κόσμος τα έχει μάθει.

Οι μενεξέδες και τα γιατσέντα ανθίζουν κι ο Δάφνης μαραίνεται! Τάχα κι ο Δόρκωνας πιο όμορφος από μένα θα φανή; Τέτοια ο καημένος ο Δάφνης υπόφερνε κ' έλεγε, επειδή πρώτη φορά εμάθαινε του έρωτα τα έργα και τα λόγια. Ο Δόρκωνας όμως ο γελαδάρης, που αγαπούσε τη Χλόη, αφού παραφύλαξε το Δρύαντα εκεί που παράχωνε παλούκι κοντά σ' ένα κλήμα, τόνε σιμόνει κρατώντας κάμποσα κεφάλια τυρί.

Δεν μπορώ ένα δάκρι να διώ κ' η ψυχή μου να μη βραχή. Ο πόθος μου, ο μόνος, είναι να παρηγορηθούν οι πικραμένοι. Δεν αγαπώ εσένα μονάχα· αγαπώ τον κόσμο όλο. Μ' έκαψαν τα βάσανά του. Δε σου το είπα πως είμαι ο Μεγάλος ο Καημένος; Έλα, πουλί μου, να καούμε κ' οι δυο, ναγαπήσουμε και τον καημό μας. Ο καημός μας είναι καλός, αφού είναι έλεος γεμάτος.

Αχ, εκείνο το «Γιαννούλα μ', Γιαννούλα μ'», που άκουσα ύστερ' από κείνη την πιστολιά! Ποτές δεν θα την ξεχάσω την πικρή και κλαμμένη φωνή του Γιωργάκη μου. Ο καημένος πρέπει νάτρεξε κ' ήρθε στο καλύβι δίχως ν' ανταμώση το γέρο, και γύριζε μοναχός του. Δεν μπόρεσε λόγο να ξαναπή. Εγώ πια τώρα ξύπνησα και κατάλαβα τι μαύρη συφορά μου κατέβηκε, έτσι άξαφνα σαν τ' αστροπελέκι.

Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένοςΔέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή.

Εκείνος που μου πρωτοανάφερε το όνομα του Βιζυηνού είταν ο φίλος μου ο καημένος, ο συμμαθητής μου κι ο σύντροφος.

Κινήσαν τα καράβια τα Ζαγοριανά, Κίνησε κι' ο καλός μου, πάη στην Ξενιτειά, Δώδεκα χρόνους χάνει χωρς απολογιά· Κι' απάν σ' αυτόν τον χρόνο στέλνει απολογιά Κι ένα χρυσό μαντήλι, μ' είκοσι φλωριά, Και στο μαντήλι μέσα μια πικρή γραφή: Κι' έλεγε του καλού μου η πικρή γραφή. — «Θες, κόρη μου, παντρέψου, θες καλόγρεψε! Τι εδώ πούμ' ο καημένος επαντρεύτηκα, Επήρα μια γυναίκα κόρη μάγισσας.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν