Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025


Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ' αυτό τάνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή. Είταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά. Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίση δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν τόξερε μήτ' αυτός.

Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι' αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ήσκιους και δροσιές. — Λεβέντικο δέντρο!... έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ' το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του.

Περίμενε, εξάλλου, βέβαιος ότι η Νοέμι, παρά την περιφρόνησή της, θα γύριζε σ’ αυτόν για να συνεχίσουν τη συζήτηση οι δυο τους μόνοι. «Έφις, την ακούς πώς μιλάει; Κι όμως, σου λέω πως δεν είσαι ο μόνος που της το έχει πει. Και ο Τζατσίντο…»

Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Κοιλιά φειδιού του βάλτου, βράσε, φούσκωσε! Να 'μάτι γουστερίτσας, πόδι βαθρακού, πούπουλο νυχτερίδας, σαύρας δακτύλο, πτερό της κουκουβάγιας, στόμα σκουληκιού, και γλώσσα μανδροσκύλου, και οχειάς κεντρί! Όλ' ανακατωθήτε και αφρίζετε, να γείνη στοιχειωμένος διαβολοχυλός! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Εδώ γύριζε τριγύρω, σα να ένοιωθε από την πρώτη στιγμή πως είτανε στο σπίτι της. Εδώ λησμονήσαμε πως η ζωή κ' οι άνθρωποι μας είχανε πληγώσει βαριά και πως και μεις, για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, ανταποδώσαμε τα χτυπήματα. Εδώ λησμονήσαμε τη θλίψη του χειμώνα και τις εκνευριστικές διασκεδάσες του.

Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του: — Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.

Έκρυψε βαθιά το θησαυρό του και περίμενε μέρα με την ημέρα τον υγυιό του. Και καθεμέρα ρωτούσε για την πιστικιά, μήπως και μαρτύρησε το κλέψιμό της. Μα βέργες σιδερένιες της ματώνανε τα κρέατα, ξύδι κι' αψιθιά τηνέ ποτίζανε, μα το στόμα τηςλέγανε οι μαντατοφόροιμιλιά δεν έβγαλε ακόμα. Ένα πρωί, χαρά θεού, βούκινα και τούμπανα τράνταξαν τον αέρα. Το βασιλόπουλο γύριζε απ' τον πόλεμο.

Γύριζε στο φεγγάρι, είχε αϋπνία. Το φεγγάρι ξέρεις τονέ χτυπάει κατακούτελα. Μην τα ρωτάς! ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Κ' εμένα με χτυπούσε μια φορά, σαν αγαπούσα τη Βασίλω. Όλη τη νύχτα γύριζα στα σοκάκια. Τώρα που τηνέ πήρα δε με χτυπάει ούτε ο Ήλιος. Ρώτα τη να σου πη τι τραβάει ως να με ξυπνήση. Γεια σου Μπάρμπ-Αργύρη. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΚαλή δύναμι. Στο καλό .. . Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ, μοναχός του.

Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω...» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν