Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Οι νέες γυναίκες λησμονούσαν τα δικά τους παιδιά και λέγανε πως ποτέ δεν είδαν τόσο ωραίο αγόρι, τα κορίτσια τον περνούσαν από τους βράχους χωρίς να τα παρακαλέση και παίζανε μαζί του. Ο Σβεν γύριζε αδιάκοπα στον ήλιο και μαύρισε και δυνάμωσε στον αέρα αυτόν, όπως ποτέ άλλη φορά.
Την ίδια στιγμή φάνηκε μακρυά κι ο Αριστόδημος. Ερχόταν αργά με το κεφάλι κάτω, αναμαλλιάρης κι αχνός σα να γύριζε από κηδεία. — Έσπασε η μύτη σας αφεντικό; τον ερώτησε με σεβασμό ένας βλέποντας τα αίματα. — Μπα, δεν είνε τίποτα· αποκρίθηκε με φανερή μετριοφροσύνη εκείνος σφουγγώντας τη μύτη του σαν νάκρυβε τα παράσημά του. Να, εκειός ο Περαχώρας, δεν ξέρεις τι αδέξιος καβαλλάρης που είνε!
Μ' ένα λόγο ο Σβεν είτανε το κέντρο όλων των στοχασμών μας κι ο ήλιος του μόνου αυτού καλοκαιριού, που περάσαμε στα δυτικά ακρογιάλια. Ωστόσο είτανε παράξενο πως ίσια ίσια τον καιρό αυτό βρήκε ένα νέο θέμα ομιλίας και πάντα γύριζε σ' αυτό.
Ο Έφις όμως ξανάβρισκε την ψυχή του και του φαινόταν ότι γύριζε στο σπίτι του πόνου του σαν τον άσωτο υιό, αφού προηγουμένως είχε σκορπίσει όλες τις ελπίδες του.
Δεν τα νοιώθει, καθώς μήτε το λυγερό του κορμί δεν το καλονοιώθει πως είνε άγαλμα κάποτες. Όσο για το Δημήτρη, ακόμα χειρότερα. Διάβαινε απ' ανάμεσα από τις ομορφιές εκείνες σκυφτός, στραβομουριασμένος, αγριοβλέμματος, βουρκόλακας μονάχος. Γύριζε κάποτε τα θολωμένα του μάτια και κοίταζε κατά τις ελιές. Μια φορά, λίγα βήματα πρι να μπη σπίτι του, κοντοστάθηκε.
Βλέπει πως σωτηρία δεν υπάρχει, σηκώνεται λοιπόν και φεύγει νύχτα από την Τύρο. Μεταφέρνεται τώρα το δράμα στην Κωσταντινούπολη. Γύριζε ο Αυτοκράτορας από περιοδία κ' έμπαινε στην Πρωτεύουσα.
Άνοιξε κατόπιν το βιβλίο του· κενώ γύριζε τις σελίδες παρουσιάζοντο πεντάλφες, κύκλοι κιάλλα μαγικά σχήματα. Σένα κατεβατό σταμάτησε και μούπε να θέσω το δέχτυλό μου τυχαίως σένα σημείο. Μετ' αυτό άρχισε μια άφωνη ανάγνωση και σάλευαν τα χείλη του. Σε λίγα λεπτά έβγαλε τη διάγνωσή του. Είχα βαρειά «βιστιρά», δηλαδή προσβολή από πονηρά πνεύματα, αλλ' ίσως κιαπ' ανθρώπου αφορμή και συνέργεια.
Με άρπαζε, με γύριζε και θαρούσα πώς τα πόδια μου δεν πατούσαν κάτω. Μου φαίνονταν πώς μούδινε πτερά στα πόδια. Λ έ λ α. Εγώ βέβαια δεν πετούσα μ' αυτά τα παπούτσια. Αλλά συ, πού πετούσες; Έ μ μ α. Εις τους ουρανούς. Ο λ γ ί ν α. Κα Μ ε μ ι δ ώ μ. Ανοησίες, Ολγίνα, ανοησίες. Η Έμμα είναι παιδί ακόμη. Έ μ μ α. Παιδί! Έχουν την μανίαν να νομίζουν πώς είμαι παιδί. Είκοσι χρόνων και κάτι.
Αν η σιωπή βαστούσε παραπολύ, τότε έμπαινε μέσα σιγά σιγά κι αν πάλι η μητέρα δεν τον ήθελε, τότε γύριζε σιωπηλός και καθότανε με υπομονετική φυσιογνωμία, σα να ήξερε πως δεν έπρεπε να ταπαιτή όλα μεμιάς.
Τα γύριζε όλ' αυτά μες στο νου του ο Δημήτρης, και κάπνιζε αμίλητα το τσιγάρο του. Ήρθε η ώρα του φαγητού, και σαν έγινε και το στερνό στερνό κέρασμα, σηκώθηκαν και τράβηξαν πάλε κατά τα μέρη τους. Του κάκου πολεμήσανε να τον καταφέρουν το Δημήτρη οι άλλοι νάρθη κι αυτός ως του αδερφού του και να πιή ένα ποδαράτο στην υγειά του Μιχάλη και της Μιχάλαινας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν