United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την φωνήν ταύτην απήντησε μέγας καγχασμός από τον δρόμον έξωθεν, και συγχρόνως ο Πέτρος ο Γύφταρος, εισώρμησεν εις την γειτονικήν αυλήν και την οικίαν όπου ήρχισε να διηγήται εις τους οικοκυραίους και τους επισκέπτας το πάθημα του Αποστόλη, μετερχομένος το μέσον τούτο ως εισιτήριον διά τον εαυτόν του τον ξυπόλητον. — Καλή μέρα, καλή χρονιά σας! Να χαίρεστε τον Νικολάκη!

Έχω πληροφορίας, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης. — Ποίας πληροφορίας; ηρώτησεν ο αρχηγός. Ο ιππότης απήντησε ταύτα·Ανεκαλύφθη υφ' ενός κατασκόπου μου είς παράδοξος άνθρωπος, όστις πρέπει να είνε ο ζητούμενος υφ' ημών. — Και τι άλλο; είπεν ο αρχηγός, δείξας ότι επερίμενε και άλλο τι προς συμπλήρωσιν της πληροφορίας ταύτης. Ο ιππότης απήντησε·

Ήτο δε φανερόν ότι κ' εκείνος από τους δύο εραστάς τον οποίον είχα ερωτήσει ευρίσκετο εις μίαν ψυχικήν συγκίνησιν όχι μικροτέραν από την ιδικήν μου· εν τούτοις μου απήντησε και μάλιστα αρκετά υπερηφάνως.

Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της. — Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος. — Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με είχον βοηθήσει να φύγω.

Αλλ' ο Πέτρος, με την συνήθη αυτώ ορμητικήν ετοιμότητα, χωρίς να περιμένη, ως έπρεπε, να συμβουλευθή τον Διδάσκαλόν του, απήντησε, «Ναι». Εάν εσκέπτετο ολίγω επί μακρότερον, εάν περισσοτέρα εγνώριζεν, εάν ανεπόλει τουλάχιστον την ιδίαν του μεγάλην ομολογίαν την προσφάτως γενομένην, η απάντησίς του δυνατόν να μην ήρχετο μετά τόσης γοργότητος.

Ο Μάχτος μόνον την είδε, και ηθέλησε να την εμποδίση διά του νεύματος, αλλ' η νέα απήντησε δι' ετέρου νεύματος επιτακτικού, και ορμήσασα, ήρπασε σιδηρούν τι εργαλείον, όπερ εύρε ψηλαφίνδα, διότι είξευρε καλώς την συνήθη θέσιν αυτού από της ημέρας. Σφίγξασα αυτό με όλην την δύναμίν της εις την παλάμην, ερρίφθη εις την θύραν, όπως ευρίσκετο, ασκεπής, ανυπόδυτος και ημίγυμνος.

Εννοείται και ήμασθε. — Εσείς λοιπόν που εμανθάνετε τα πράγματα, που δεν εγνωρίζετε, τα εμανθάνετε ενώ ήσασθε αμαθείς. Ο νέος απήντησε καταφατικώς με κλίσιν της κεφαλής. — Ώστε οι αμαθείς είναι εκείνοι που μανθάνουν, Κλεινία, και όχι οι σοφοί, καθώς εσύ φρονείς.

Αλλά διατί έφυγες; Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους ωχρούς οφθαλμούς της, έπειτα χαμηλώσασα την κεφαλήν, απήντησε: — Το ηξεύρεις . . . Πνιγόμενος από την υπερχειλίζονταν ευτυχίαν ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να της εκφράση σαφώς τι ησθάνετο. Αλλ' ούτε και αυτός ενόει τι ησθάνετο. Ησθάνετο όμως ότι μαζί με αυτήν ενεφανίζετο εις τον κόσμον μία νέα καλλονή, όχι μόνον έν άγαλμα, αλλά μία ψυχή.

Απήντησε με υπερηφάνειαν η Μιλάχρω, διευθετούσα τα τελευταία λείψανα των ανθράκων. — Έχεις, επανέλαβεν η οργισθείσα, άμ' θα πάη από κει οπούρθε! — Να μη σε μέλ'! Εξεφώνησεν η Μιλάχρω και ύψωσε την χείρα της ως φουρνόξυλον απειλούσα.

Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μέσ' το πηγάδι. — Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ . . . Μα έτσι νάχουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνιγή μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ; — Μαθές! . . . έκαμεν η γραία.