Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Ενταύθα η περιεργία εκυρίευσε τον Πέτρον, και έσπευσεν ούτος να ερωτήση αν η παραβολή απηυθύνετο προς αυτούς ή προς πάντας. Εις την ερώτησιν ταύτην ο Κύριος δεν απήντησε, και η σιωπή Του ήτο η αρίστη απάντησις. Ευθύς δε τότε, εις την ιδέαν της φοβεράς κρίσεως της αναμενούσης τους ανθρώπους, ταραχή και αγωνία διήλθεν εις το πνεύμα του Χριστού.
Ίστατο προ της συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν γενόμενος. — Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες; — Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο κερδοσκόπος. — Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.
Οι δύο σύζυγοι αντήλλαξαν βλέμμα απορίας. — Μαπώς σούρθε πάλι αυτό; ηρώτησεν ο Σαϊτονικολής. — Ετσά θέλω, απήντησε με πείσμα ο Μανώλης. — Μα θάχης μια αφορμή. Δε μας τη λες; — Δεν έχω πράμμα, μόνο δε θέλω να τσοι κατέω μπλειο τσοι Θωμαδιανούς. Αυτό 'νε. — Τσοι Θωμαδιανούς και την Πηγή μαζή; — Μούδε την Πηγή θέλω, μούδε κιαμμιά. — Κιαμμιά!
— Είμαι στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φορών την στολήν του, δεν ηδύνατο, και αν ήθελε, ν' αποκρύψη την ιδιότητά του. — Και συ; ηρώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόρει στολήν Έλληνος εθνοφύλακος. — Στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησε και ούτος.
Ποτέ εις την ζωήν του δεν απήντησε καμπίσον και τοιούτον λεβέντην! Επί της επαναστάσεως ουδείς απ' εκείνα τα μέρη διέπρεψεν εις ανδρείαν και πολεμικήν ορμήν.
— Αυτό είνε κοντά στον νου, απήντησε τυχαίως ο καπετάν Γεωργάκης.
Η Φραγκογιαννού, φρονούσα ότι το καλλίτερον ήτον η λεχώνα να κοιμάται διά να ησυχάζη, και γνωρίζουσα ότι η απόκρισις η διδομένη εις τους πυρέσσοντας και εις τους ως εν υπνοβασία παραμιλούντας βλάπτει μάλλον ή ωφελεί, δεν απήντησε τίποτε. Η λεχώ ευθύς και πάλιν απεκοιμήθη. Το θυγάτριον εκ νέου άρχισε να κλαυθμηρίζη πολύ τρυφερά και παραπονετικά, μέχρις οχληρότητος.
— Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε! Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης ως παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε γοερώς, ως να έκλαιε πνιγόμενος.
Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον: — Ναι, ναι αυθέντα! Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν. — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.
Ναι ήθελε τόρα ν' αποδείξη εις αυτόν τον ξιππασμένον και εις τους ανισχύρους χωρικούς των οποίων τόσον εύκολα εκλονίσθη η πίστις, ν' αποδείξη ότι ήτο βάσιμος ο ισχυρισμός του. — Μπρε, τα παραρρίχνουμε; εφώναξε μετά πάθους. — Άι κοιμήσου, γέρω μου, να ζήσης· απήντησε μετά τόνου οικτίρμονος ο ενωμοτάρχης· σαν και λες να βάλης να τρέξη το ξιφτέρι με τον μπούφο — ολούρμε; — Στάσου και να ιδής!. . .
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν