Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Μόνον ο ιερεύς ανησύχει και ήτο άγρυπνος. — Τα ξέρω εγώ απ' όξου τα πλειότερα τα γράμματα, παπά, του έλεγεν η θειά το Μαθηνώ, διά να του δώση θάρρος· τα κανοναρχώ κειδά στ' αυτί του γέρο-Φιλιππή, κι' ο γέρο-Φιλιππής, οπούν θεοφοβούμενος άνθρωπος, θα τα λέη κειδά όπως-όπως... — Να δα η ώρα να σε κάμουμε και ψάλτη, Μαθηνώ! απήντησε γελάσας ο ιερεύς. — Ψάλτης δε θα γίνω, μόνε κανονάρχος.
Αφού η εξουσία των, αι απειλαί, αι κολακείαι, ουδέν ίσχυσαν προς αυτόν, ήλθον εις τας ύβρεις. «Συ ει μαθητής Εκείνου· ημείς δε Μωσέως εσμέν μαθηταί· ημείς οίδαμεν ότι Μωσεί ελάλησεν ο Θεός· τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστί». Παράδοξον, απήντησε, να μη γνωρίζητε τίποτε περί ανθρώπου όστις ετέλεσε θαύμα τοιούτον οποίον ούτε ο Μωυσής δεν ετέλεσε ποτέ· και γνωρίζομεν ότι ούτε Αυτός ούτε άλλος θα ηδύνατο να πράξη τούτο εάν δεν ήτο εκ Θεού». Πώς!
— Σήμερα πια θα φάγω μια βούκα ψωμί να πάγη στην καρδιά μου! — Είπεν η μήτηρ μου καθεζομένη μεταξύ εμού και του αδελφού μου παρά την λιτήν τράπεζαν, ην ο υπηρέτης είχε παραθέσει εις το δωμάτιόν μας. — Πρώτα κάμε το, και ύστερα πε το, μητέρα. — Απήντησε πειρακτικώς ο αδελφός μου, διότι από τινος πολλάκις μεν ήκουε την καλήν ταύτην πρόθεσιν, ποτέ όμως δεν την έβλεπε πραγματουμένην.
Και ο Αντίπας αναπνεύσας βαθέως, εζήτησε πληροφορίας περί του Ιωχανάν, τον οποίον επικαλούμεν Άγιον Ιωάννην τον Βαπτιστήν. — Εφάνησαν έκτοτε οι δύο εκείνοι άνθρωποι, εις τους οποίους προ μηνών είχα επιτρέψη εξ επιεικίας την είσοδον εις την ειρκτήν του, και έμαθες τι ήλθαν να κάμουν; Ο Μαναή απήντησε. — «Αντήλλαξαν μαζύ του, κάτι λόγια μυστηριώδη, όπως οι κλέπται το βράδυ στα τρίστρατα.
Ο γέρων απήντησε δεικνύων διά της χειρός· — Στον κάβο, εδώ κάτου. Ο αγρότης εστάθη ως να εζήτει λόγους διά να πεισθή αυτός, πείθων και τους άλλους· είτα επανέλαβε με αμυδράν αστραπήν ευθυμίας εις το όμμα· — Και είχατε τίποτε φόρτωμα μες το καΐκι; Ο έμπορος, του οποίου την πληγήν ήνοιγεν η ερώτησις, έσπευσε μετά βαθέος στεναγμού ν' απαντήση·
Παρεσκευάζετο μίαν φοράν να ταξειδεύση εν καιρώ χειμώνος και είς εκ των φίλων του, Δεν φοβείσαι, του είπε, μήπως ναυαγήση το πλοίον και σε φαν τα ψάρια; Και δεν θα ήτο αχαριστία, απήντησε, να μη θέλω να με φάγουν τα ψάρια, αφού εγώ τόσα ψάρια έχω φάγη; Ένα ρήτορα, ο οποίος πολύ κακώς ωμίλησε, συνεβούλευσε να μελετά και να γυμνάζεται• ο δε ρήτωρ είπε• Πάντοτε απαγγέλλω μόνος μου.
Έχουσα θάρρος πάντοτε ενώπιον της αγαθής Γερακούλας η ωχρά γειτόνισσα, επενέβαινεν άκλητος εις τοιαύτας οικογενειακάς συζητήσεις. Και μη ανεχομένη να βλέπη τόσον εύελπιν την καλοκάγαθον γυναίκα, επεθύμει να την ακούση μια φορά να βλασφημήση, διά να χαρή. — Καϋμό τώχω! έλεγε πολλάκις. — Ελπίζω λες; απήντησε τότε η Γερακούλα, πλήρης χριστιανικής λάμψεως.
Μήτοι, αγαπητέ, σε απέστειλεν ο Πύθιος Απόλλων προς εμέ ως τον άριστον των ρητόρων, όπως, ότε ο Χαιρεφών ηρώτησεν αυτόν, απήντησε ποίος ήτο ο σοφώτατος τον χρόνων εκείνων; Εάν δεν συνέβη τούτο, αλλ' υπό της φήμης ωδηγήθης να έλθης, ακούων τους πάντας να ομιλούν μετά μεγάλου θαυμασμού δι' ημάς, να μας υμνούν, να καταπλήσσωνται και να πτήσσουν ενώπιον μας, δεν θα βραδύνης να εννοήσης προς ποίον δαιμόνιον άνδρα έρχεσαι.
— Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!
Ύψωσε μετά τρόμου τους οφθαλμούς, αλλά δεν επρόλαβε να αναγνωρίση τον Μάχτον. Η λυχνία πεσούσα εκ της κόγχης, εφ' ης έκειτο, συνετρίβη, και σκότος βαθύ κατέστη εντός του σπηλαίου. «Θάρρος», έκραξεν ο Μάχτος, τείνων την χείρα. Εγώ είμαι, Αϊμά!» Η νεάνις απήντησε διά βαθέος στεναγμού, «Θάρρος», επανέλαβεν ο Μάχτος. Αλλ' η κόρη είχε χάσει τας αισθήσεις της και ελιποθύμησεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν