Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
— 'Σαν τον ξέρεις τον μπούσουλα, βρε Γιαννάκη, πες μου τώρα πού έχουμε πλώρη; Προσέθηκε μετ' ολίγον ο πλοίαρχος, σβύσας διά της μολυβδίδος αριθμούς τινας και σημειώσας άλλους. — Να, γραίγο κάρτα τραμουντάνα! Απήντησε μετά ετοιμότητος αυταρέσκου ο νεανίσκος, υιός του πλοιάρχου πολυαγάπητος. — Μπράβο, Γιαννάκη, μπράβο, Γιαννάκη! Εσύ μωρέ γυιε μου, τα ξεσκόλησες! Κοντεύεις να περάσης τον πατέρα σου.
Τότε ενόμισε χρέος του να εξακριβώση τούτο, και αποτείνας μετά δισταγμού τον λόγον προς την νεανίδα, προσεπάθησε διά περιφραστικών ερωτήσεων, ας ήτο δύσκολον να εννοήση η άπειρος νέα, να εξακριβώση την αλήθειαν. Η Αϊμά απήντησε και αυτή συγκεχυμένως εις τα βεβιασμένα ερωτήματα του φιλοσόφου.
— Προς αυτόν εδώ μεν, μου απήντησε και μου έδειξεν αυτόν όστις επηγγέλλετο τον φιλόσοφον, και με μεγάλην μου ευχαρίστησιν θα διηγωνιζόμην και πολύ καλά θα ήμην εις θέσιν να αποδείξω τούτο το οποίον υπεστήριξα κατ' αρχάς, και εάν ακόμη εκείνο το οποίον είπα ήτο ολιγώτερον πιθανόν διότι, Σωκράτη, δεν αξίζει αυτός τίποτε.
Ήλθ' ο Γιωργάκης! — Ήλθε, παιδί μου; Ετούτο μόνον μισομπερδευμένον απήντησε, κ' εξήλθε προς την παραλίαν τρέχουσα, εν ώ κατόπιν της ηκολούθησαν μέχρι τινός οι δύο μικροί με της κοκκώναις 'ς την αγκαλιά θερμαινόμενοι. Ο καπετάν-Κωνσταντής συνήθιζε πάντοτε τα Χριστούγεννα να τα κάμνη εις την πατρίδα του. Εύρισκε τρόπον πάντοτε να διέρχηται δι' αυτής κατά τας αγίας αυτάς εορτάς.
Περιωρίσθην λοιπόν να ομιλήσω περί γενικωτέρων υποθέσεων, όσαι δεν μου εφαίνοντο φύσεως τοιαύτης, ώστε να προσβάλλουν ή να ερεθίσουν μίαν τρελλήν. Αύτη μου απήντησε κατά τρόπον τελείως λογικόν εις ό,τι της έλεγα και μάλιστα με ατομικάς παρατηρήσεις πλήρεις ευθυκρισίας.
— Συ είσαι νιος και βλέπεις. — Ε, πώς νυστάζω. — Α, υπναρά. — Άφσε με να κοιμηθώ. — Νάνι, νάνι, το μικρό. — Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος. — Δεν ακούς και τον Μάχτο; — Πού 'νέ τος; — Σηκώθηκε. — Τι κάνει; — Μιλά με τον πατέρα σου. — Ε, άφσε τους να 'μιλούν. — Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο; Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον.
Και πάλιν, αφήσας το μυκώμενον πλήθος έξω, λαμβάνει τον Ιησούν έσω εις το Κριτήριον, και Τον ερωτά έμφοβος, «Πόθεν ει Συ;» Δι' αυτόν ο Ιησούς είχεν ομιλήσει αρκετά ήδη. Δεν απήντησε.
— Καλό κατευόδιο, πατέρα μου, είπε. — Γιατί, παληόπαιδο, δεν πήγες μαζί; τον ηρώτησεν η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι. — Για να ρωτάς εσύ, απήντησε θρασύς ο Πάπος. — Και πού θα ερμοκατιάσης το βράδυ να ψοφολοήσης; Ο πατέρας θα πήρε μαζί το κλειδί του σπιτιού σας. — Έρχομαι στο σπίτι σου, θεια-Σειραϊνώ, που έχει τους τρεις τοίχους και τη μισή σκεπή, απήντησε πανούργως ο μάγκας.
Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα.
— Ουφ! κύτταξε! υπεκρίθη η πολυπράγμων Φουλίτσα, άλλο ήθελα να πω, και άλλο είπα. Νά, λέει, παίρνεις τον κυρ-Δμάκη, τον δεκατιστή. — Να σ' πω, Φουλίτσα, απήντησε μετά τινος αορίστου υπερηφανείας η Αχτίτσα, ανύποπτος. Να πούμε και την μαύρ' αλήθεια. Το Ματώ μ' είναι ώμορφο. Πολλοί μου το γυρεύουν. Το ξέρει όλος ο κόσμος, θαρρώ. Τον κυρ- Δμάκη τον γνωρίζω τώρα χρόνια και ζαμάνια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν