Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, προσκλίνων και ασπαζόμενος την οστεώδη του ασκητού χείρα, ριγών, πυρέσσων. — Είνε καμμιά βάρκα εδώ; Ερωτά πάραυτα. — Τέτοια ώρα, πού να βρεθή βάρκα; Και προσέθηκεν ο ασκητής. — Μήπως επέσατε έξω τέκνον μου; — Μ' αφήσανε έξω, γέροντά μου! Απήντησε, θρηνών σχεδόν ο κυρ-Δημάκης· και διηγήθη εν συντόμω το συμβάν. — Πειρασμός τέκνον μου, πειρασμός!

Λοιπόν, η επιστήμη διά της οποίας ηξεύρομεν να τιμωρώμεν δικαίως, είναι η &δικαιοσύνη& αυτή, και η άλλη, διά της οποίας είμεθα εις θέσιν να γνωρίζωμεν και τον εαυτόν μας και τους άλλους, είναι η &σωφροσύνη&; — Ναι φαίνεται, μου απεκρίθη. — Επομένως, καθώς η &δικαιοσύνη& και η &σωφροσύνη& είναι έν και το αυτό πράγμα; — Αυτό θα είναι φανερόν, μου απήντησε.

Όταν λοιπόν, ω άνδρες, ο μεν λύχνος εσβέσθη, οι δε δούλοι απεσύρθησαν, έκρινα ότι έπρεπε ν' αφήσω τας περιστροφάς και να του ειπώ ελευθέρως ό,τι εσκεπτόμην και κινήσας αυτόν, — Σωκράτη, κοιμάσαι; ερώτησα. — Όχι δα ακόμη, μου απήντησε. — Ηξεύρεις λοιπόν τι ιδέαν έχω; — Πώς να το γνωρίζω; είπε.

Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ. Λευκόπουλος. Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός. — Διατί κλαις; — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου. — Καϋμένο παιδί! Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.

Όχι, . . . μη τους κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν; — Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε. Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής! — Μα τι σκοπόν έχεις;

Ούτος ητοιμάζετο ν' ανέλθη εις το κατάστρωμα, όταν ο Καραγιάννης τον εκράτησε· εις το πρόγευμα είχε πιη ένα ποτήρι περισσότερον και ήτο εύθυμος. Έχω να σου μιλήσω, Αντωνέλλο, του είπε. Ο Αντωνέλλος επανεκάθησε. Κάτι προεμάντευε, κάτι προησθάνετο και η καρδία του έπαλλε. — Βρε αδελφέ, Αντωνέλλο, εγώ βρίσκω πως είνε καιρός πλιο να ιδούμε και μεις τι θα κάμωμε. Ο Αντωνέλλος δεν απήντησε.

Οι τρεις Γύφτοι είχον κατακλιθή ήδη, ομοίως και η γραία και η Αϊμά. Αίφνης κρότος ηκούσθη εις την θύραν της καλύβης. Ο Πρωτόγυφτος δεν είχεν αποκοιμηθή και ηγέρθη μετά μεγίστης προθυμίας. Έσπευσε ν' ανοίξη την θύραν. — Ποίος είνε, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος. Ο Γέρος δεν απήντησε και ήνοιξε την θύραν χωρίς ν' ανησυχήση. Ουδ' ερώτησίν τινα απηύθυνε προς τον κρούοντα.

Ενωρίς θα κοιμηθούν, διότι ενωρίςόρθρου βαθέοςθα μεταβώσιν εις τον ναόν, να εκκλησιασθώσι, να εορτάσουν να κοινωνήσουν. Την νύκτα, με το φαναράκι, ετραγούδησα τα Χριστούγεννα εις του πάππου μου του γέροντος, του ασπρογένη του Παπαλέξανδρου. Μου έδωσε δύο εικοπιπενταράκια. — Δεν είχε, μάννα, κανένα σφάντζικο; Παρεπονέθην έπειτα. — Του τα πήρε ο γάτος, παιδί μου! Μου απήντησε.

Εζήτησε ν' αρχίση ομιλίαν μετ' αυτού, αλλ' ο Βράγγης προφανώς ενύσταζε και δεν είχεν όρεξιν. Τούτο έκρινεν ο Δαρώτας ως κάλλιστον οιωνόν. — Πόθεν ήλθες, ξένε; τω έλεγεν. Ο Βράγγης απήντησε διά νεύματος, ότι ήλθεν από της άλλης άκρας της νήσου. — Και επιστρέφεις τώρα εις τα ίδια; — Ναι. — Τι είχες έλθει να κάμης εδώ; Ο Βράγγης απήντησε διά κινήσεως των ώμων.

Ιδού ο προδότης! σύντροφε, απήντησε τότε ο μεγαλόσωμος βάρβαρος προς τον ερωτήσαντα προηγουμένως.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν