Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Γιατί μ' αυτό που σκέπτομαι δεν συμφωνεί το άλλο; γιατί δεν είναι φύλλα δυο και πρόσωπα παρόμοια; γιατί καθώς ο Έρασμος νυχθημερόν να ψάλλω εις της μωρίας την Θεάν μωρότατα εγκώμια; Και μια φωνή μ' απήντησε «μην είσαι φαφλατάς, κι' αυτά 'στόν κόσμον γίνονται για νάχης να 'ρωτάς».

Δεν τα έχομεν παραδεχθή όλα αυτά; — Ναι, ναι τα παρεδέχθημεν, και μάλιστα χωρίς να φέρω και καμμίαν αντίρρησιν, μου απήντησε.

Είπε μίαν πρωίαν, μετά διήμερον νηστείαν. — Δεν σ' έπνιγα, μαθές; απήντησε και η μητέρα της, ξηροκαταπίνουσα την θλίψιν της ως πικράν κινίνην.

— Α! Εσύ 'σαι λοχεμμένε! είπε η Μαλαμμώγιατί δεν ακούς τόσην ώρα που σε φωνάζουμε; Ο Γιάννης απήντησε διά νέου καγχασμού. Εστράφησαν προς την θύραν, και είδον τα εντός.

Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Αύτη κοιμάται; — Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών. Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην. — Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος. — Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος. — Είνε εύκολον; — Είνε. Έχετε τους ημιόνους; — Έχομεν. — Έχετε και όλα τα μέσα; — Έχομεν.

Μέσα εις την τόσην λύσσαν επί τη όψει του ασπόνδου φονιά δεν ενθυμήθη το παλληκάρι ότι από της αρχής της συμπλοκής δεν είχε γεμίσει πλέον το όπλον του. — Ρίξε πάλε, μπρε!. . . εφώναξε προς αυτόν ο Ταχίρ, ακίνητος εις την θέσιν του, προτείνων τα στήθη ως σημάδι του αντιπάλου του. — Όχι απήντησε μανιώδης ο Ζάχος. Κ' έρριψε το καρυοφύλλι μακράν, προς τους συντρόφους του.

Λοιπόν τόσον αληθή είνε αυτά διά τα οποία σε κατηγορώ, ώστε και μέχρι των γυναικωνιτών έχει φθάσει η φήμη σου. Όταν δε προ καιρού ετόλμησες να ζήτησης εις γάμον μίαν γυναίκα εις την Κύζικον, εκείνη, η οποία ήτο καλώς περί σου πληροφορημένη, απήντησε• Δεν θέλω άνδρα ο οποίος έχει και αυτός ανάγκην ανδρός.

Δεν μπορώ να δουλεύγω σα δε σε θωρώ, είπεν ο Μανώλης. Ο νους μου δεν είναι στην κεφαλή μου. — Κιαμέ πού; είπεν η Πηγή με προκλητικήν φιλαρέσκειαν. — Κοντά σου, απήντησε με στεναγμόν ο Μανώλης. — Αι, για τούτο να βάλης όλα σου τα δυνατά να τελειώση γλίγωρα το σπίτι ... να τελειώσω κ' εγώ τα προυκιά μου. — Μα δε μπορώ, σου λένε, δε μπορώ, θεόψυχά μου. Δε με πιστεύγεις;

Και τα είπεν όλα αυτά με τον σκοπόν να πειράξη τον αντίπαλόν του, και αρκετά μεγαλοφώνως διά να ακούεται καλά από τους πολύ αγαπητούς του νέους. — Είναι λοιπόν ευχάριστον το να φιλοσοφή κανείς; τον ηρώτησα. — Ναι, ναι, και πάρα πολύ μάλιστα, μου απήντησε.

Και μετά μίαν στιγμήν απήντησε γυναικεία φωνή·Μη!... Μη!... Μη!... Μη μου λερώνεις τη σκάλα! Όξω Αποστόλη! Τι σου ήρθε; Μουρλάθηκες, Αποστόλη! Τι καληχρονίζεις και καλό να μώχης; Τι Νικολάκη μου λες;... Εδώ δίπλα γιορτάζει ο Νικολάκης ο γείτονας... Θα ζαλίστηκες, πιστεύω, καϋμένε, απ' τα κεράσματα τα πολλά που ήπιες στα σπίτια! Στο καλό, Αποστόλη!

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν