Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Και όμως, κοιμισμένε μου, Σωκράτη, το πράγμα έχει ως εξής. Όταν κανέν από όσα είπα εγώ το εξετάζης με την συζήτησιν, τότε, εάν μεν ο ερωτηθείς απήντησε καθώς θα απαντούσα εγώ και έχη λάθος, το λάθος είναι ιδικόν μου, αν όμως αυτός απαντήση διαφορετικά από εμέ, τότε πταίει ο ίδιος ο ερωτηθείς.

Και τις η ανάγκη, απήντησε, να του υποσχεθή ο παπάς τον παράδεισον και όχι άλλο τι καλλίτερον ; — Αλλά τι καλλίτερον από τον παράδεισον ημπορεί να υποσχεθή εις άνθρωπον αγόμενον εις την λαιμητόμον ; — Ημπορεί να του υποσχεθή ότι έχει ακόμη να ζήση πολλά χρόνια και να φάγη πολλά μακαρόνια πριν μεταβή εις τας αιωνίους μονάς. — Δεν σας εννοώ.

Έξωθεν της θύρας των ηκούετο ωσάν μούγκρισμα·Μπ! μου! βου! μου! μπου! μου! Ο Φάλκος ανετινάχθη. Η Μαχώ εξαφνίσθη εις τον ελαφρόν ύπνον της. — Παναγία μου! τι είναι; Εις την επιφώνησιν της Μαχώς, απήντησε καγχασμός, όστις όμως ουδόλως καθησύχασε την γυναίκα. Πολλά φαντάσματα της νυκτός, καθώς και οι νεράιδες την ημέραν, είχον ακουσθή κατά καιρούς υπό πολλών να γελούν θορυβωδώς.

Ως συνήθως, ο Κύριος υιοθέτησε την συμπεριφοράν των μαθητών Του, και δεν τους άφησεν, εν τη απλότητι και τη αμαθεία των, να τρομάξωσιν από τους δεινούς Φαρισαίους. Εις την ερώτησίν των απήντησε δι' άλλης σοβαρωτέρας.

Ήτο μίαν στιγμήν μετά την έξοδον του Πλήθωνος. Ιδρώς αγωνίας περιέβρεχε το μέτωπον αυτής, και στραφείσα προς τον Πρωτόγυφτον, όστις είχε ανοικτούς τους οφθαλμούς, τω είπε·Σηκώσου γρήγορα να πάμε. Ο Γύφτος τρίψας τους οφθαλμούς απήντησε προς αυτήν·Πού θέλεις να πάμε; — Να φύγωμε απ' εδώ! είπεν η Αϊμά ανορθωθείσα. — Τι σου ήλθε πάλι; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. Έπαθες τίποτε μες τον ύπνον σου;

Ευτυχώς η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος. — Δε μ' λες, παπαδιά, είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπάρμπα- Στεφανής, θελήσας ν' αστεϊσθή και με την πρεσβυτέραν, δε μ' λες, γιατί λένε: «Κύρι' ελέησον· παπαδιά· πέντε μήνες δυο παιδιά! » — Γιατί, μαθές, το λένε; απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβυτέρα. Πάρε παράδειγμα από μένα. Οχτώ γένναις, δέκα παιδιά.

Τι να κάμωμε, να σ' ορίσω γείτονα; απήντησε ταπεινοφρόνως ο Αργυράκης· Και ο Νταραδήμος κατέβη εις την οδόν, προηγουμένης της συζύγου του, κρατούσης πάντοτε τον φανόν. —Δεν ξέρουμε· να ήλθε τάχα ο γείτονας; είπε την στιγμήν εκείνην η σύζυγος του Νταραδήμου και ρίπτουσα εκφραστικόν βλέμμα προς την οικίαν του μπάρμπα-Διόμα·

Και κατ' αρχάς μου φάνηκε ότι είπεν οπωσδήποτε κάτι· έπειτα δε αφού εσκέφθηκα ολίγον, ενόησα καλά τι ήθελε να πη και τον ηρώτησα εάν υπελάμβανε την φιλοσοφίαν διά πολυμάθειαν. — Χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν, μου απήντησε. — Νομίζεις λοιπόν ότι η φιλοσοφία είναι μόνον ένα πράγμα καλόν ή είναι και ωφέλιμον συγχρόνως; — Και ωφέλιμον επίσης, μου απήντησε· και πάρα πολύ μάλιστα ωφέλιμον.

Μπάρμπα-Σταύρο! Αλλ' η φωνή προσέπεσεν αθλίως επί των χιόνων απομείνασα παγωμένη, νεκρά και άηχος! Ουδείς απήντησε. Μόνον οι υπόκωφοι κρότοι των υπό την χιόνα θραυομένων ελαιών ηκούοντο πάντοτε, γοερώς και επωδύνως αντηχούντες εις τα ώτα των οδοιπόρων. Έφθασαν εις το τελευταίον ίχνος του υποδήματος. — Μα αναλήφθηκες, Μπάρμπα-Σταύρο; παρατηρεί τότε είς των οδοιπόρων.

Ο Έλλην ύψωσε την κεφαλήν και τρίζων τους οδόντας κακεντρεχώς απήντησε μεγαλοφώνως, ίνα ακούση όλος ο κόσμος: — Φίλε, εάν έχης τι να μου ζητήσης, ελθέ εις την έπαυλίν μου, εις Εσκλίνον, την πρωίαν, διότι μετά το λουτρόν μου δέχομαι τους πελάτας μου.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν