Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Δε σούναι ακόμα ριζικό να κατεβείς στον Άδη, γιατί έτσι εγώ άκουσα φωνή θεών παντοτινώνεΕίπε, κι' εκείνος χάρηκε σαν άκουσε το λόγο, και μες στους Τρώες τρέχοντας τους λόχους σταματούσε, 55 τ' όπλο απ' τη μέση σφίγγοντας. Και στέκουν όλοι οι λόχοι.

Μα αν ζουν στον κάμπο, εγώ στερνά με μάλαμα κι' ασήμι τους ξαγοράζω, τι έχουνε στον πύργο οι θησαβροί μου· 50 μα αν τώρα πια σκοτώθηκαν, στα βάθια αν είναι τ' Άδη, 52 για μας αχ που τους κάναμε, για μας θα μείνει η πίκρα, μα ο άλλος κόσμοςτί θαρρείς; — μια αβγή θαν τους θρηνήσει και θα ξεχάσει, εξόν κι' εσύ παιδί μου, αν μας ρημάξεις. 55 Μόνε έμπα, γιε μου, στο καστρί, εσύ που της πατρίδας είσαι ο σωτήρας, τι ύστερατί βγαίνει; — θα δοξάσεις το σκύλο αυτό, μα, γιε μου, εσύ τη λεβεντιά θα χάσεις.

Μπροστά τ' αμάξια, σύγνεφο πίσω οι πεζοί ακολουθούσαν πυκνό· κι' οι φίλοι σήκωναν το λείψανο στη μέση, κόμες γιομάτο πούκοβαν κι' απάνου τού πετούσαν· 135 και πίσω του Πηλέα ο γιος του κράταε το κεφάλι καταθλιμένος, τι έστελνε πιστό στον Άδη αδέρφι.

Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς, δεν ξέφυγε της Κίρκης ότι απ' τον Άδη εφθάσαμεν, αλλ' ήλθ' ευτρεπισμένη αμέσως• και η θεράπαιναις σιμά της 'φέρναν άρτο, κρέατα πλήθια και κρασί κόκκινο και φλογώδες. εστάθ' η ασύγκριτη θεάτην μέση μας και είπε• 20 «άνδραις σκληροί, 'που ζωντανοί κατέβητετον Άδη• διθάνατοι• μονόφορα οι άλλοι θνητοί πεθαίνουν. τώρα φαγί, τώρα κρασί, χαρήτ' εδ' ολημέρα, και θέλει ξεκινήσετε η αυγούλ' άμα ροδίση. τον δρόμο θα σας δείξω εγώ, και θα προειπώ τα πάντα, 25 μη λάχη και από επίβουλη διεστραμμένη γνώμη, 'ς το πέλαγος ή 'ς την στερηά, μέγα κακό σας εύρη».

Κι' όλες οι ράχες σάλεβαν της πηγοδότρας Ίδας, σαλέβανε όλοι οι πόδες της, το κάστρο, τα καράβια. 60 Τρόμαξε κάτου ο Πλούτονας, ο νεκραφέντης τ' Άδη, κι' εφτύς πηδάει απ' το θρονί και σκούζει, φοβισμένος τη γη μη σπάσει ο Ποσειδός, της γης απάνου ο σείστης, και σε θνητούς κι' αθάνατους φανεί η φριχτή φωλιά του, μούχλα και πίσσα, που οι θεοί μ' ανατριχιά τη βλέπουν. 65

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ ... Είναι ημέρα πένθους, που η καλή βασίλισσα στον Άδη κατεβαίνει. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Σώπασε! Με τα λόγια σου μου σφίγγεις την ψυχή μου. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Όταν οι άνθρωποι οι καλοί τέτοια κακά τραβούνε, εκείνος που έτυχε καλός να γεννηθή, λυπάται.

Γιατί ούτ' η γρηά του μάννα, ούτε και ο πατέρας του, αν κ' ήτανε παιδί τους, εδέχτηκαν να κατεβούν στον Άδη να τον σώσουν, αν κ' ήταν γέροι και οι δυο, και τα μαλλιά τους άσπρα, και μόνο συ, που βρίσκεσαι στο άνθος της ζωής σου την νιότη σου εθυσίασες. Είθε από 'μας καθένας τέτοια γυναίκα ναύρισκε, γιατί δεν είναι τύχη στον κόσμο μεγαλύτερη από καλή γυναίκα.

Από το ριζοβούνι Αναίβηκε κ' η καταχνιά, ψιλός αφρός του αγέρα, Και μια στιγμή τον έκρυψε ’ς τη δροσερή αγκαλιά της, Λες ότι εκείνην την αυγή λησμονημέν' αχνάρια Έσμιξαν σ' ένα σύγνεφο κ' ήρθαν από τον Άδη Να μυριστούν το σκοτωμό, να ιδούνε το Θανάση. Μες ΄ς τα τριφύλλια τα παχειά σιδέρικη φοράδα, Μαρμάρα, φίδι φτερωτό, δροσίζεται και βόσκει Στρωμένη, ετοιμοπόλεμη.

Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60 οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. λησμόνησ', αφού πλάγιασατο μέγαρο της Κίρκης, απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην• αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65 και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχειςτο σπίτι αφήσει,— τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, θ' αράξης το καράβι σουτην νήσο την Αιαία,— 70 όταν κει φθάσης, έχε μετον νου σου, ω βασιλέα• να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75 να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. κάμε μου τούτα, και κουπίτο μνήμα επάνω στήσε κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».

Είπε, και μάβρο σύγνεφο τον σκέπασε θανάτου, 855 και πέταξε οχ τα στήθια του να πάει η ψυχή στον Άδη, κι' έκλαιε το μάβρο της γραφτό π' άφηκε αντριά και νιότη. Μα και νεκρό έτσι ο Έχτορας του φώναξε και τούπε «Πάτροκλε, τι μαντολογάς και τι μου ψέλνεις χάρους; Πιος σ' τόπε αν δε θα πάει κι' ο γιος της Χρυσομάλλως Θέτης 860 στον τάφο πριν, από σκληρό χαλκό μου τρυπημένος

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν