United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είσαι μαθές και νιοςκαι γιο θα σ' είχα εγώ στα χρόνια, τον πιο μικρόμα γνωστικά τα κουβεντιάζεις όμως. 58 Μον έλα εγώ, πούμαι θαρρώ πια γέρος, όλα ως πέρα 60 ας τα ξηγήσω κι' ας τα πω· κι' ας μην καταφρονέσει κανείς το λόγο μου, ουδ' αφτός ο βασιλιά Αγαμέμνος. Αγριάθρωποςδίχως πατριά και κοινωνιά — 'ναι εκείνος που αίμας γυρέβει αδερφικό, κατάρατες διχόνιες.

Κι όμως καθεμέρα η όμοια με κύκνο της Λήδας θυγατέρα βγαίνει στο στρατόπεδο και σεργιανίζει τα κύματα του πολέμου. Οι γέροι με τασπρειδερά γένια θαυμάζουν τη χάρη της, ενώ αυτή στέκει πλάι στο βασιλιά. Στην κάμαρά του τη φκιασμένη από χρωματιστό φίλντισι είναι ξαπλωμένος ο αγαπητικός της. Γυαλίζει την κομψή του πανοπλία και κτενίζει το άλικο λοφίο του.

Ο Μάρκος την πήρε από τα χέρια και την εσήκωνε, όταν η Ιζόλδη ρίχνοντας απάνω του τα μάτια της, είδε τα ευγενικά χαρακτηριστικά του παραμορφωμένα από το θυμό. Τέτοιος της είχε φανή, τότε, μπροστά στη φωτιά, — σα μανιασμένος. «Α! σκέφτηκε, ο φίλος μου ανακαλύφτηκε. Τον έπιασε ο Βασιλιάς». Επάγωσε η καρδιά της, κι' αμίλητη η Ιζόλδη έπεσε στα πόδια του Βασιλιά.

Μα σαν τους ένιωσε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, που λιάνιζαν τους Αχαιούς μες στη σκληρή τη μάχη, γυρνάει και λέει της Αθηνάς διο φτερωμένα λόγια «Ωχού μου, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα, τάμα λέω τάξαμε άδικο του βασιλιά Μενέλα, 715 πως πριν μισέψει, πρώτα εδώ το κάστρο θα κουρσέψει, έτσι αν τον Άρη αφήκουμε τον έρμο να λυσσάζει. Μον έλα! ας μπούμε πια κι' εμείς στη ζάλη του πολέμου

και κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα γεμίσαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!» «Ποιο βασιλιάαγριεμένα ο νέος βρυχήθη. — «Τον άρχοντά μας θέλομε να βγη, τον πόνο μας να δη», βούισαν τα πλήθη. «Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!

Οι δάσκαλοι τότε γύρισαν κατά το Ρήγα και δειλάδειλά του είπαν: «Αφέντη, βασιλιά μου, μάταια πασχίζεις. Το παιδί σου δεν βλέπει, παραπέρα από τη μύτη του. Κρίμα τα έξοδά σου και κρίμα τους κόπους μας». Τα μάτια του Ρήγα στα λόγια αυτά βουρκώσανε. Γέμισε τους δασκάλους φλουριά και τους είπε: «Πηγαίνετε στο καλό. Το βλέπω και μοναχός μου. Οι μάγοι και οι σοφοί με γέλασαν.

Τότε ο λεβέντης Έχτορας τ' απάντησε διο λόγια «Αία, αφού σούδωκε ο θεός κορμοστασά αντριοσύνη και γνώση, κι' είσαι στ' άρματα των Αχαιών ο πρώτος, τώρα τη μάχη ας πάψουμε τις λαβωσές τους χτύπους, 290σήμερα· απέ έπειτα ξανά χτυπιούμαστε ως που ο Δίας να μας χωρίσει, κι' ένας μας τη νίκη να κερδίσει· τώρα νυχτώνει, σαν καλό ν' ακούμε και τη Νύχτακι' εσύ στα πλοία πήγαινε και καλοκάρδισε όλους, κι' απ' όλους πρώτα, τους δικούς και τους συντρόφους πούχεις, 295 και πάλι εγώ μες στο καστρί του βασιλιά Πριάμου όλων θα γιάνω την καρδιά, κι' αντρών και γυναικώνε, που στους θεούς θα πρόσπεσαν, τι τρέμουν μήπως πάθω.

Και νά, στερνός τούς ήρθε τ' Ατριά κι' ο πρωταφέντης γιος, ο βασιλιά Αγαμέμνος, τι είχε πληγή· γιατί κι' αφτόν στο πόδι είχε λαβώσει ο Κόνας, τ' Αντηνόρου ο γιος, όταν βαστούσε η μάχη.

Σε κράζει ο Αγαμέμνος, για να κοιτάξεις την πληγή του βασιλιά Μενέλα 205 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάραΈτσι είπε, και του τάραξε τα σπλάχνα μες στα στήθια. Κι' αμέσως κίνησαν οι διο να παν μέσα απ' το πλήθος, του μάκρους τον απλόχωρο ακολουθώντας κάμπο.

Λαέ, στοχάσου· τι σε περιμένει, γύρω πολλοί σε ζώνουν φθονεροί, πρέπει να πέσουν όλοι ντροπιασμένοι οι μιαροί της πατρίδας μας εχθροί. κι όλοι χάμω γειρτοί να προσκυνήσουν το βασιλιά μας τον τρανό βαθιά, κι όλα της γης τα πέρατα να ηχήσουν: Δόξα στον αντρειωμένο βασιλιά