Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Αφτό το μοίρασε ο στρατός με δίκιο ανάμεσό του, και χώρισαν του βασιλιά την ώρια Χρυσοπούλα.
Τότες δεν είδες να δειλιά το βασιλιά Αγαμέμνο, μήτε να χάσκει δένοντας τα χέρια, μον να τρέχει στον πόλεμο που τα καλά δοξάζει παλικάρια. 225 Τ' αμάξι το χαλκόλαμπρο με τα φαριά του αφίνει· λαχανιασμένα ο παραγιός πίσω βαστούσε τ' άτια, του Φτόλεμου ο πιδέξος γιος, ο δυνατός Βρυμέδος, που σαν τον καλορμήνεψε κοντά ναν του τα φέρει άμα αποστάσει βγάζοντας τόσο λαό στη μάχη, 230 πήγε πεζός και διάβαινε των Αχαιών τους λόχους.
Είπε, και πήρε τους διο γιους μαζί του του Νεστόρου, και πήρε το Μελάνιππο το Θόα το Μηριόνη το Μέγη, θρέμμα του Φυλιά, τον άξιο Λυκομήδη, 240 και την καλύβα πήγανε του βασιλιά Αγαμέμνου.
Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρός 'ς τον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτε 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα.
είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει, αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός. -Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει εκείνον που διώρισε ο θεός», ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά: «Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά;»
Τότες πιον πρώτο, πιον στερνό ο χαλκοφορεμένος Άρης ξαρμάτωσε κι' ο γιος του βασιλιά Πριάμου; Τον Τέφτρα τον ισόθεο, τον αλογάρη Ορέστη, 705 τον Τρήχο τον κονταριστή, της Αιτωλιάς το θρέμμα, τον Έλενο, του Βοίνοπα βλαστάρι, το Βοινόμα, και τον Ορέσβη, που φασκιά φορούσε πλουμισμένη κι' είχε στην Ύλη πύργο, εκεί στους όχτους της Τοπάλιας, δοσμένος στο θησάβρισμα, και δίπλα τα χωριά τους είχαν κι' οι άλλοι Βοιωτοί, στο πλούτος βουτημένα. 710
— Πρόσταξε, βασιλιά μου, να της πάρωμε το κεφάλι! είπε ο μαντατοφόρος. — Όχι, να μην της πάρετε το κεφάλι, είπε ο βασιλιάς. Στα σίδερα να μείνη νηστική και διψασμένη, μες στη φυλακή. Με σιδερένιες βέργες να τη δέρνουνε και σα ζητάη νερό να ξεδιψάση, ξύδι να την ποτίζουν κι' αψιθιά.... Ο γέρος ο βασιλιάς συνέφερε λίγο απ' το κακό του.
Γιατί όσο ζούσε ο Έχτορας και χόλιαε ο Αχιλέας 10 κι' είταν το κάστρο απάτητο του βασιλιά Πριάμου, τόσο και το τρανό τειχί των Αχαιών βαστούσε.
Μάταια ψάξανε όλο το παλάτι. Πουθενά δεν εβρεθήκανε. — Αλλοίμονο! είπε η βασίλισσα. Με τούτα τα μαργαριτάρια, κι' αν οι οχτροί πατήσουνε τη χώρα μας, πάλε μπορούμε να την ξαγοράσουμε. Κι' αν πάρωμε εμείς τον πόλεμο, με τέτοιο πλούτος τόσες κι' άλλες τόσες χώρες αγοράζομε. Κ' έκλαιγε μοναχή της και φοβότανε να πη το χάσιμό της. Σαν είδε κι' απόειδε ξεμολογήθηκε μια μέρα το χάσιμό της στο βασιλιά,
Η Κρήτη, στα 1897, του φάνηκε του Γουλιέλμου σα νάτανε κανένα Νησί άνομο, άσεβο κι αθεόφοβο που πάει άξαφνα και πολεμάει, με ποιόνα; με το βασιλιά του, πάει να πη με το Θεό. Από χρόνια, στην Τουρκιά, είχε συφέρο λοιπόν η Γερμανία να κολακέβη τον Τούρκο, μα να μην αφίνη διόλου το ρωμαίικο να παίρνη απάνω του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν