Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025
Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα.
Πόσα καλά μας έκανεν ο Πτολεμαίος αφότου πέθανεν ο πατέρας του! Κανείς ληστής δεν πιάνει στο δρόμο τους διαβάτες πια· κανένας από κείνους που πλάνευαν με ψεύτικα και κλέφτικα παιγνίδια. Γοργώ μου, τι θα γίνωμε; πώπω τι κόσμος πούνε! Να τάλογα του βασιλιά. Κύττα μη με πατήσης, φίλε μου συ. Σηκώθηκε στα πισινά ποδάρια αυτό το κόκκιν' άλογο' για 'δές τι άγριο πούνε!
Πήγα μέχρι την Ανατολή όπου υπήρχε ο ναός και το σπίτι του Βασιλιά Σολομώντα…. Το σπίτι αυτό ήταν όλο από χρυσάφι, με πόρτες που είχαν πόμολα χρυσά σε σχήμα ροδιού… και τα πιάτα και οι κανάτες ήτανε χρυσά, ακόμη και τα κλειδιά και οι αμπάρες που κλείνανε τις πόρτες ήταν χρυσά…»
Η συνήθεια, είπε ο ανώτερος αξιωματικός, είναι ν' αγκαλιάζουνε το βασιλιά και να τον φιλούνε από τα δυο μάγουλα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πηδήσανε στα λαιμό του βασιλιά, ο οποίος τους δέχτηκε με τη μεγαλύτερη καλωσύνη, που μπορεί κανείς να φαντασθή και τους προσκάλεσε ευγενικά στο δείπνο.
Καλλίτερα να μη με είχαν σπλαχνισθή οι ανθρώποι του βασιλιά, καλλίτερα να με είχανε φάει τάγρια θηρία. Η βασιλοπούλα, μέσα στα δάκρυά της, θυμήθηκε τη νεράιδα, που 'ρχότανε κάθε άνοιξι στωραίο περιβόλι και ράντιζε τα μαραμένα τα λουλούδια μ' ένα μαγικό νερό και τα λουλούδια ξανανθίζανε με την πρώτη τους δροσιά. Κ' έλεγε μέσα της: — Νάχα το αθάνατο νερό, που ανασταίνει τα λουλούδια.
Ω Πτολεμαίε βασιλιά, χαίρε! εγώ και σένα σε τραγουδώ όπως τραγουδώ τους άλλους ημιθέους, κ' ελπίζω το τραγούδι μου παντοτινό να μείνη· αυτήν εγώ την αρετή γυρεύω από το Δία.
Αν τύχη δε και με τον μάντιν φανή πως εσυμφώνησα για κάποιο πράγμα να με σκοτώσης, βασιλιά, παρακαλώ σε, με τη δική μου θέλησι και τη δική σου. Αλλ’ όμως άδικο πολύ κατηγορίαν τέτοιαν να μου κατηγορής χωρίς μαρτυρία, ούτε είναι διόλου δίκαιον να το πιστεύης: καλοί, οι κακοί και οι πονηροί πως είναι. Και το να χάσης άδικα ένα φίλον που ’χεις την ακριβή ζωούλα σου είναι ως να χάσης.
Αλί σ' όποιον ο νους του το χωρέσει το θέλημα ν' αλλάξη τ' ουρανού!»· Κι έδειξε ο διαλεχτός κατά τη θέση που σειόταν το κορμί του αντάρτη νιου. «Αλί του, αλί του», αλάλαξαν τα πλήθη· και κράζει ο διαλεχτός πιο βροντερά: «Οργή δεινή θεού τον εκδικήθη μ' αυτή την προσταγή του βασιλιά.
— Παραδέχομαι, είπε ο Ποκοκουράντης, πως το δεύτερο, το τέταρτο και το έχτο βιβλίο της Αινειάδας του είναι έξοχα· αλλά για τον ευσεβή του Αινεία, το δυνατό Κλοάνθη και το φίλο του τον Αχάτη και το μικρόν Ασκάνιο και τον ηλίθιο βασιλιά Λατίνο και τη χωριάτισσα Αμάτα και την άνοστη Λαβινία, πιστεύω, πως δεν υπάρχει τίποτε πιο κρύο και πιο δυσάρεστο.
Ολοφάνερο, όσο τυφλός κι' αν είσαι, πως τώρα οι Τρώες μπλέξανε μες στου χαμού τα δίχτια.» Είπε, και ζητωκράβγασαν με μια φωνή οι Αργίτες, τι με καμάρι τ' άκουσαν τα λόγια του Διομήδη. Τότες του κράχτη τ' απαντάει ο βασιλιά Αγαμέμνος 405 «Νιδιέ, να! ακούς και μόνος σου των Αχαιών το λόγο, τι κραίνουν· να λοιπόν κι' εγώ τα ίδια αποφασίζω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν