Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Είταν εκεί η φωτογραφία του Σβεν με τη μακριά ποδίτσα του κι άλλη με τη μικρή του γούνα, καθώς έστεκε απάνω σ' ένα κάθισμα και μισοέκλεινε τα μάτια θαμπωμένα από τον ήλιο που έλαμπε στο χιόνι. Μα όλες οι εικόνες είταν από τον καιρό της νιότης και της ευτυχίας, όταν ακόμα δεν είχε συμβεί τίποτε που να μπορούσε να ξεσκίση τους δεσμούς, που μας ένωναν ακόμα όλους.
Χέρι με χέρι, σα δυο παιδιά, ανεβήκαμε το λόφο και φτάσαμε σ' ένα μικρό κόκκινο σπίτι και κοιταχτήκαμε, σα ναλλάζαμε αναμεταξύ μας κάποιο μυστικό, όταν ο βαρκάρης, που μας περνούσε αντίπερα μια φορά, βγήκε στην πόρτα και μας έταξε να μας φέρη στο νησί της νιότης μας. Σιωπηλοί περάσαμε το γαλανό νερό.
Δεν άσπρισαν ακόμη τα μαλλιά μου κι ωςτόσό τι να σας πω; Άμα ξαναείδα την Πόλη, με φάνηκε σα να ξαναχαίρουμουν της νιότης μου τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να με γέλασαν τα μάτια μου, μα σαν μπήκα στο παλιό μας το σπίτι, θαρρούσα που με γλυκοκοίταζαν οι τοίχοι.
Τέτοια θάματα θέλουμε σε μια γενεά να τα δούμε. Να μας κατεβή το μεγαλείο κ' η δόξα από τον ουρανό σα βροχή. Ανυπομονησία ρωμαίικη, ίσως όχι δίχως το λόγο της, αφού την έχει την ιερή τη φωτιά η ρωμαίικη η ψυχή. Εμείς όμως, που δε μας φλέγει πια η πρεμούρα της νιότης, ας μην το ξεχνούμε πως μια και δυο γενεές είναι στο έθνος ό,τι μια και δυο &μέρες& στον άνθρωπο.
Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα.
Αλλα μ' ελεημονήθη Η Χλόη η καλή, Κι' ο έρως αφοντότες Γελόντας μου μιλεί. Πιος λέει σκληρόν τον Έρωτα, Και τον κακολογάει· Τον γλωσσοτρώγετ' άδικα, Χωρίς να τον νογάη, Παιδί μικρό, κι' ανήλικο 'Σ της νιότης την ακμή, Με δίχως άλλη μάθησι, Με δίχως δοκιμή. Γιατί ξοδεύει, παίζοντας Περίσσια, τον καιρό, Για τούτο δα τον έρωτα, Τον κράζομε σκληρό.
Τα μάτια της ήταν μισοανοιγμένα, τα μαλλιά της τυλιγμένα γύρω της σε στριφτό σγουρό χρυσάφι κι από τα χείλη και τα μάγουλά της δεν είχε χαθή ακόμα το άνθισμα της κορασένιας νιότης.
Κ' έκλεισε τα μάτια κι από τα βλέφαρά της τρέξανε δάκρια. — Θα ξαναγίνουμε άλλη μια φορά ευτυχισμένοι, είπα και πήρα τα λόγια της σα μιαν υπόσχεση. — Ναι, ναι, αποκρίθηκε γοργά. Το καλοκαίρι. Με άκουγε κει που της μιλούσα για τις χαρές της νιότης μας και για τα νησιά, που μας είτανε το πιο αγαπημένο μέρος για το καλοκαίρι.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μη μ’ ερωτάς. Ο Λάιος πε μου πώς ήτον; Μεσ’ στην ακμήν της νιότης του ήτονε τάχα; ΙΟΚΑΣΤΗ Ψιλός, και μόλις άρχιζε ν’ ασπρίζει η κόμη, με τη μορφή του θα ’μοιαζε πολύ η μορφή σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο! Μου φαίνεται δεινές κατάρες στον εαυτό μου έρριξα χωρίς να ξέρω. ΙΟΚΑΣΤΗ Μιλείς; Και μου είναι φοβερή η όψις σου, άναξ. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Σφόδρα φοβούμαι μην ο μάντις βλέπει° θα ιδούμε.
Είχε μια σειρά κοραλλιών γύρω από τον μακρύ, κιτρινωπό και ρυτιδιασμένο λαιμό της. Δυο χρυσά σκουλαρίκια κρέμονταν στ’ αυτιά της σαν λαμπερές σταγόνες που δεν έλεγαν να πέσουν. Έμοιαζε να έχει ξεχάσει, γερνώντας, να βγάλει από πάνω της τα κοσμήματα αυτά της νιότης της. «Η Παναγιά μαζί σου θεια-Ποτόι. Πώς τα περνάτε; Το αγόρι έμεινε εκεί πάνω, αλλά απόψε θα γυρίσει.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν