Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Να δείξη μ' εκείνα το σόι του. Κ' έπειτα να ζητήση το δικό του. Οι παλιοί του θέλησαν να διώξουν τους δικούς σου με τα κονίσματα. Όχι στα χέρια τους, στο θαύμα βασίζονταν. Τούτος θέλει να σε διώξη με τσ' αρχαιότητες! — Αμάν, Χριστιανοί μου, λυπηθήτε με. Να ποιοι ήταν οι Ευμορφόπουλοι κ' εγώ το παιδί τους υποφέρω. Δεν έχω σπίτι να καθίσω, δεν έχω χωράφι· μου τ' άρπαξε όλα ο Χαγάνος.

Κατά πρώτον, κύριοι μου, θε να σας ευχαριστήσω, Επειδή και ηξιώθην επί τέλους να καθίσω Με εσάς τους φημισμένους της Ευρώπης διπλωμάτας, Και του έθνους των ελλήνων ευεργέτας και προστάτας. Μολοντούτο τόρα θέσιν κάμετ' όλοι εις εμέ, Για να μη περνούν με λόγια αι πολύτιμοι στιγμαί. Και λοιπόν αρχίζω τόρα στη στιγμή να πω με θάρρος Όσα θέλει, κύριοι μου, η Ελλάς, και μη προς βάρος.

Αυτός λαμβάνοντας θάρρος με χαροποιόν πρόσωπον μου λέγει να καθίσω πλησίον του· έπειτα άρχισε την ιστορίαν του και μου λέγει.

Ιωάννου του Προδρόμου, όπου θα υπήρχε μόνον ύπαιθρον ή ανεπαρκές υπόστεγον και παραπολλή δρόσος πρωιμωτέρα ή ώστε να είνε επιθυμητή. — Μη στέκεσαι καθόλου, επανέλαβεν ο Αϊχαραλαμπίτης· τράβα, γιατί θα νυχτώσης, και θ' αργήση το φεγγάρι να βγη. — Τώρα νύχτωσε που νύχτωσε, είπεν αποφασιστικώς ο μπάρμπα- Κωνσταντός· καλλίτερα είνε να καθίσω προς ώρα να ξεκουραστώ, ως που να βγη το φεγγάρι...

Η καλή φιλενάδα της μάμμης, πριν φύγη, την είχε βοηθήσει να στήση χονδρό βαμβακερό πανί εις τον εργαλειό. «Αυτό γίνεται γρήγορα και όλοι το χρειάζονται, και πλούσιοι και πτωχοί· θα καθίσω, εσυλλογίσθη, να υφάνω απόψε για να ημπορέσω να φέρω της μητέρας μου ολίγα χρήματα μ' αυτά να την παρηγορήσω».

Ήκουσε τον γέροντα όπισθέν του ασθμαίνοντα και, σύρας προς το στήθος του το σχοινίον, εκράτησε τον όνον. Ο χωρικός έσπευσε το βήμα και ήλθε πλησίον του. — Τι έπαθες, παππά μου; Τι στέκεις; — θα καταίβω ν' αναίβης συ, και όταν κουρασθώ, αλλάζομεν. — Καλέ, τι λόγος! Να καθίσω εγώ και να περιπατής εσύ! — Είσαι κουρασμένος, γέρο μου. — Εγώ κουρασμένος! Βαστούν ακόμη τα κόκκαλά μου κ' έννοια σου!

Γι' αυτό τα σπίτια, τα ξύλινα και τα πέτρινα, είναι παλιά και μαυρισμένα στο μεγάλο δρόμο του Φαναριού, ― σπίτια που είναι σα να μην κάθεται κανένας μέσα τους, και θέλω να καθίσω εγώ. Τα παράθυρα είναι βυζαντινά και μετρημένα, δροσιά δεν έχει θέση να περάσει, τ' απόγεμα είναι πληχτικά κ' η θάλασσα δε βλέπει τον παλιωμένο δρόμο.

ΜΑΚΒΕΘ Ιδέ, κι' αυτοί με την καρδιάν ευχαριστώ σου λέγουν. Καθίσετ' όλοι σας. Εδώτην μέσην θα καθίσω, Χαρήτε, ξεφαντώσετε. — Τώρα ευθύς θα έλθω να πιω εις την υγείαν σας. Γεμάτο αίμα είνε το πρόσωπόν σου, άνθρωπε! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είναι του Βάγκου αίμα! ΜΑΚΒΕΘ Καλλίτερα επάνω σου ή μέσατο κορμί του! Τον εξεκάμετε; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εγώ έκοψα τον λαιμό του!

Ο Βαγγέλης ήρχισε να μονολογή έξωθεν της θύρας: — Ξένοι στα ξένα, κυρά μ'! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;»... Αχ! είνε κακός ο κόσμος, κυρά μ'! δεν μπορεί να πη κανείς τον πόνον του! ...Σεβντάς, άχτι, καϋμός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά μ'! ...«Σ' αφίνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! και στ' όνειρό σου!...» Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν