Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Μέντορα, πώς να υπάγω εγώ, πώς να τον χαιρετήσω; κ' εγώ 'μαι ακόμη αδίδακτοςτα μετρημένα λόγια• και να ερωτά τον γέροντα ευλάβειαν έχει ο νέος».

Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• «Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα, αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου. και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150 να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω, όπως ξεμάθουντο εξής να προβοδούν ανθρώπους».

Η Ευρύκλεια τότε απάντησεν η αγαπητή βυζάστρα· «Άμποτ', υιέ μου, ν' άρχιζες με πόθο και με γνώσι το σπίτι να επιμεληθής και να τηράς το βιο σου. αλλά ποια τώρα θα 'λθ', ειπέ, κοντά σου φως να φέρη; και η δούλαις, 'που θα σού 'φεγγαν, να βγουν δεν ταις αφίνεις». 25

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• «Αντίνοε, κείνο, 'που θα 'πω, θα κατακρίνης τάχα; και αν τούτ' ο Δίας μου 'δινεν, ήθελ' εγώ το πάρω• 390 αχρείον μη σου φαίνεται για τους ανθρώπους τούτο; πράγμα δεν είναι, όχι, κακό, τινάς να βασιλεύη• πλουταίνει ευθύς το σπίτι του, δοξάζεται κ' εκείνος• αλλ' είναι και άλλοι Αχαιοί πολλοί μες την Ιθάκη βασιλείς, νησί και γέροντες, και τούτων κάποιος θα 'χη 395 το σκήπτρον, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας• αλλά εγώτο σπίτι μου θα ορίζω και εις τους δούλους, 'που μου 'καμε ληστεύοντας ο θείος Οδυσσέας».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 315 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, ήλθ' ίσως κάποιον άκουσμα μου είπης του πατρός μου. μου τρώγεται το σπίτι μου, μου φθείροντ' οι αγροί μου, η κατοικιά μου εγέμισεν εχθρούς, οπ' όλ' ημέρα πυκνά τ' αρνιά μου σφάζουσι, τα στριφοπόδα βώδια, 320 οι απόκοτοι και υβριστικοί μνηστήρες της μητρός μου. για τούτο τώρα σου 'πεσατα γόνατα, να μάθω πώς εκακοθανάτισεν εκείνος, αν τον είδες ο ίδιος, ή και αν άκουσες απ' άλλον, 'που τον είδε εις τους πολλούς, 'που του 'δωκε, παραδαρμούς η μοίρα. 325 μηδ' από σέβας το μηδέν, ή λύπη, μου γλυκάνης, αλλ' ό,τ' είδες ή κ' έμαθες, ειπέ μου ένα προς ένα• ναι, σε ικετεύω, αν ο λαμπρός πατέρας μου Οδυσσέας λόγον ή πράξι εδέχθηκε, κ' ετέλειωσε για σένα, 'ς την Τροίαν, όπ' οι Αχαιοί είχετε μύρια πάθη, 330 τώρα να μου τα θυμηθής, και ειπέ μου την αλήθεια».

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• «Τέκνο, ποιος λόγος σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα; δεν είσαι συ, 'που εσκέφθηκες η ίδια αυτήν την γνώμη, να 'λθη ο Οδυσσηάς, κ' ενάντια τους εκδίκησι να πάρη; και τον Τηλέμαχον εσύ, γιατ' ημπορείς, προβόδα 25 με γνώσι, όπως απείρακτος υπάγητην πατρίδα, και άπρακτοι με το πλοίο τους γυρίσουν οι μνηστήρες».

Πώς έγινε σεις, που γεννηθήκατε τόσο ήμερος να σκοτώνετε σε δυο λεφτά έναν Εβραίο κι' έναν επίσκοπο! — Ωραία μου Κυνεγόνδη, απάντησεν ο Αγαθούλης, όταν κανείς είναι ερωτευμένος, ζηλιάρης και μαστιγωμένος από τα ιεροδικεία, δε γνωρίζει πια τον εαυτό του! Τότες η γριά έλαβε το λόγο και είπε: Υπάρχουν τρία ανδαλούσια άλογα στο σταύλο με τις σέλλες τους και τα χάμουρά τους.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνου• 290 »Μενέλαε διόθρεπτε, πικρότερος ο πόνος, αν μ' όλ' αυτά τον όλεθρο δεν έφυγεν εκείνος, ουδ' αν βαστούσε σιδηρήτα στήθη την καρδία. αλλάτην κλίνη φέρτε μας, ότ' ήλθεν ήδ' η ώρα να πέσουμε, και τον γλυκό τον ύπνο να χαρούμε». 295

Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια, συχνάζει εδώ ένας άψευτος γέροντας πελαγήσιος, Πρωτέας ο αθάνατος, Αιγύπτιος, 'που τα βάθη 385 γνωρίζει όλης της θάλασσας, δούλος του Ποσειδώνα. πατέρας μου είναι, ως λέγουσιν, αυτός μ' έχει γεννήσει. καρτέρι εκείνου αν δύνοσουν να 'στήσης και τον πιάσης, τον δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξειδιού το μάκρος, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης. 390 και αυτός ακόμη θα σου ειπή, διόθρεπτε, αν το θέλης, ό,τι κακότο σπίτι σου και ό,τι καλό συνέβη, ενώ 'λειπεςτο μακρυνό και δύσκολο ταξείδι.

Ένας ναύτης γραφέας συνάδελφός του στο ίδιο γραφείο, τον έπιασε ψηλά από το μπράτσο και τούπε: — Η σάλπιγγα χτύπησε πληρωμή των ανθρώπων που ανθράκεψαν. Έλα να μας βοηθήσεις στη δουλειά. — Αυτό είνε δικός σας λογαριασμός, απάντησεν ο Ρένας. Οι τιμωρημένοι με φυλάκιση δε δουλεύουνε. Η σάλπιγγα περιγύριζεν ακόμα το καράβι και φώναζε.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν