Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια, 350 αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε «Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο, ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας, να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει.

Εγώ είμαι βέβαιος παρομοίως με τους συντρόφους σου, πως κανείς δεν ευρίσκεται ευχαριστημένος, και δεν είνε χωρίς θλίψιν. Κανέν πράγμα δεν ημπορεί να ευχαριστήση τελείως την ανθρωπίνην καρδίαν.

Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, 'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρατου Κλυτίου• κήρυκα στείλαν έπειτατο δώρα του Οδυσσέα, το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, ότ' είναι ο υιός τηςτον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 καιτο παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, ο κήρυκας, ανάμεσαταις δούλαις είπεν• «ήλθε, βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Εις την φρουράν σου ήσυχα πέρασες; ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Ουδέ ποντίκι ακούσθη. ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Λοιπόν καλή σου νύκτα, και αν ενώ πηγαίνεις τον Μάρκελλον ιδής και τον Οράτιον, 'πώχω συντρόφους της φρουράς, να μην αργούν ειπέ τους. ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Θαρρώ 'πού τους ακούω. Στάσου! Τις ει; Εισέρχονται ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ. ΟΡΑΤΙΟΣ Φίλοι του τόπου τούτου. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Υπήκοοι της Δανιμαρκίας.

Ήξευρε το λοιπόν, ότι ημείς δεν είμεθα ντζοβαϊρτζήδες, καθώς εδώσαμεν να μας καταλάβουν· εγώ είμαι βασιλεύς καθώς και του λόγου σου, και βασιλεύω επάνω εις τον λαόν της Δαμασκού, και τούτοι οι δύο άνθρωποι, που εσείς νομίζετε διά συντρόφους μου, ο ένας είνε ο μυστικός μου και ο άλλος ο βεζύρης μου.

Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια. ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400 έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος, 'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει, και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται. γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης, μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405 και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία. εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω, θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχειςτα καράβια. και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση• και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέσητην μέση τους, ως ο βοσκόςτην μέση των προβάτων. και ως τον ιδήτε, 'πώπεσετον ύπνο, τότε αμέσως την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415 κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη• θα δοκιμάση, θα γενήτην γην όσα κινούνται θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο• και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420 και γένη όπως τον είδετετον ύπνο, 'που εκοιμώνταν, την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο, ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.

« Άκουσα ότιτα βουνά » Μαύρη Τουρκιά πλακώνει, » Ότι Σκοδριάνους διαλεχτούς » Δέκα οχτώ χιλιάδες » Από κοντά τους φέρνουνε » Δυο λύκοι, δυο πασσάδες «'Κειός ο Κιοσσέ Μεχμέτ-πασσάς, » Με τον Ομέρ-Βριώνη.» « Έμεινα με σαράντα οχτώ » Συντρόφους, παλληκάρια. » Την Αλαμάνα πιάσαμε. » Ανάφτει το τουφέκι » Και κάθε, κάθε μας φωτιά » Ήταν αστροπελέκι. » Τρεις ώραις πολεμήσαμε » Πίσω 'πό τα λιθάρια

«Τηλέμαχε', ουδ' ανόητος ουδ' άνανδρος κατόπι 270 θε να 'σαι, αν έχης στάλαγμα της πατρικής ανδρείας, όπως αυτός ήταν καλόςτα έργα καιστους λόγους• τότε δεν ματαιόνεται, θα γείνη, το ταξείδι• και αν γόνος κείνου δεν είσαι και της Πηνελοπείας, κανέν' απ' όσα επιθυμείς, θαρρώ, δεν θα τελειώσης• 275 ότ' είν' ολίγα τα παιδιά, 'που του πατρός ομοιάζουν, χειρότεροι 'ναι οι πλειότεροι, καλήτεροί 'ναι ολίγοι• και αφού δεν θα 'σαι ανόητος ούδ' άνανδρος κατόπι, ουδέ καθόλου σ' άφησε η γνώσι τ' Οδυσσέα, τα έργα τούτα πάντεχε 'που θα τα κατορθώσης. 280 για τούτο αψήφα την βουλή συ των μωρών μνηστήρων• γνώσι και νου δεν έχουσι, και δίκαιο δεν γνωρίζουν• δεν ξεύρουν 'που 'ναι τους κοντά ο θάνατος κ' η μαύρη μοίρα, 'π' όλους μονήμερα θα τους εξολοθρεύση• και το ταξείδι, οπού ζητείς, πολύ δεν θέλει αργήση• 285 φίλος σου εγώ 'μαι πατρικός και τέτοιος, 'που καράβι θα σου ετοιμάσω ογλήγορα, κ' εγώ μαζή σου θα 'λθω• αλλ' άμε συτο σπίτι σου, σμίγε με τους μνηστήραις, και ταις τροφαίς ετοίμασε και κλείσε ταις 'ς τ' αγγεία, εις ταις λαγήναις το κρασί, τ' αλεύρι, των ανθρώπων 290 μεδούλι, εις πυκνά δέρματα• και απ' τον λαόν συντρόφους θα πάρω θεληματικούς• κ' είναι πολλά καράβια εις της Ιθάκης το νησί, και παλαιά και νέα• το διαλεκτότερο απ' αυτά θα σου εύρω ν' αρματώσω, κ' ευθύς το ρίχνουμε έπειτατα διάπλατα πελάγη». 295

Ο αντρείος επήδησε αλαφρά στην ακτή, κ' ενώ η μητέρες γονατιστές του φιλούσαν τα σιδερένια παπούτσια, εφώναξε στους συντρόφους του Μόρχολτ: «Άρχοντες της Ιρλανδίας, ο Μόρχολτ επολέμησε καλά. Δέτε: το σπαθί μου είναι τσακισμένο στην άκρη. Ένα κομμάτι της λάμας έμεινε βυθισμένο στα κεφάλι του. Πάρτε, άρχοντες, αυτό το κομμάτι το ατσάλι: είνε ο φόρος της Κορνουάλλης!».

Αλλά τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια μου τ' αυτιά. Και όταν πάλι δυνατώτερη και πλέον κοντά εξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που αγγελοκρουόταν. Αλλά, δόξα να έχη ο Θεός, δεν ήταν από τους συντρόφους μου· ήταν από μία γολέτα που έπεσε κοντά και μας έσωσε. Λίγο έλειψε, ακούς, να φάμε και δεύτερο τράκο από τη γολέτα.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν