United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δι' αυτούς η πυρκαϊά της πόλεως εσήμαινε το τέλος της δουλείας και την ώραν της εκδικήσεως· και ενώ ο λαός ακίνητος έτεινε με απελπισίαν τους βραχίονας προς τους θεούς, εκείνοι ερρίπτοντο κατ' αυτού ληστεύοντες τους άνδρας και βιάζοντες τας θυγατέρας των πατρικίων.

Λοιπόν μίαν σωτηρίαν εσκέφθησαν, απίθανον μεν και απελπιστικήν, οπωσδήποτε όμως μόνην, αφού έλαβαν υπ' όψιν των το προηγούμενον γεγονός, δηλαδή ότι από απελπισίαν και τότε εφάνη ότι ενίκησαν εις την μάχην. Εις αυτήν λοιπόν την ελπίδα στηριζόμενοι εύρισκαν ότι καταφύγιον διά τον εαυτόν των είναι μόνον αυτοί οι ίδιοι και οι θεοί.

ΕΥΝΙΚΗ. Το καλάμι τούτο θε να κόβαν σε κομμάτια όσων γυναικών τα μάτια από την ερωτικήν απελπισίαν αστραπές ανάβουνε, σουράβλια θρήνων και κλαυθμών να φτιάνουνε. Πάψε πεια! Ίδιο κύμα η ξετσιπωσιά σου αγριεμένης θάλασσας, στα χείλια τα δικά σου της αμαρτίας τον αφρό σωριάζει. Είμαι ο κλητός Κυρίου, ο αγιασμένος και ο εκλεκτός του Ιησού.

Στοχασθήτε την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες του κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί διά να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων, είχε τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα.

ΕΔΓΑΡ Ποιος είν' ο δεσμοφύλαξ; Σημάδι ότι αναιρείς την προσταγήν σου δος μου! ΕΔΜ. Να το σπαθί μου, πάρε το και δος το. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τρέξε, τρέξε! ΕΔΜ. Της γυναικός σου προσταγήν και ιδικήν μουν έχουν να πνίξουν μέσ' 'ς την φυλακήν εκεί την Κορδηλίαν, και να κηρύξουν έπειτα πως μόνη της επνίγη εις την απελπισίαν της. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Θεοί, φυλάξετέ την! Σηκώσετέ τον απ' εδώ. ΛΗΡ Βογκάτε!

Η δε Πηγή ανεκοίνωοε με απελπισίαν εις την Σαϊτονικολίναν ότι ο αδελφός της την επίεζε να δεχθή. Και επειδή αυτή εδήλωσεν ότι ή τον Μανώλην θα υπανδρεύετο ή κανένα, ο Στρατής της επετέθη και με δυσκολίαν την έσωσεν ο Θωμάς από την οργήν του.

Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον.

Εμέ ο Θεός μ' εφύλαξεν από την απόγνωσιν, η δε φύσις δεν με προητοίμασε διά την απελπισίαν του ηρωισμού. Αλλ' όμως ποτέ δεν μου εξηντλήθη η υπομονή και η ελπίς, και πολλάκις εδόξασα επί τούτω τον Ύψιστον. Ολίγας ημέρας μετά την Κυριακήν εκείνην του αφορισμού, υπήγα μίαν πρωίαν εις το Χάνι των Εβραίων, προς σύναξιν χρημάτων.

Ευθύς παίρνω ένα τσεκούρι και το κόπτω από την ρίζαν, και το ευρίσκω που ήτον γεμάτον από διαμάντια, ρομπίνια, σμαράγδια, και άλλα πολύτιμα πετράδια. Έβγαλα τότε την θηλιάν που είχα εις τον λαιμόν μου, και απέρασα από την απελπισίαν εις μεγαλωτάτην χαροποίησιν. Αντί να ξαναδοθώ εις τες ξεφάντωσες ωσάν και πρώτα, απεφάσισα να πιάσω την τέχνην του πατρός μου.

Σύρε, ω υιέ μου, απεκρίθη ο Χάνης, ημείς εδώ σε καρτερούμεν και μη φοβάσαι διά την απελπισίαν μου έως εις τον γυρισμόν σου.