United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όθεν μίαν ημέραν μη υπομένοντας πλέον την αυθάδειαν και αδιαντροπίαν της γυναικός επήγα εις το παλάτι των δακρύων, διά να ιδώ τι κάμνει εκεί η αδιάντροπη γυναίκα· και από μέρος που δεν με έβλεπεν ακούω και λέγει εις τον αγαπητικόν της· αλλοίμονον εις εμέ, εγώ ευρίσκομαι εις την εσχάτην απελπισίαν ω ψυχή μου αγαπημένη, καθημέραν σου ομιλώ, και δεν μου αποκρίνεσαι ένα λόγον; έως πότε αυτή η σιωπή; δεν ακούεις τους στεναγμούς μου; δεν ακούεις τους θρήνους μου; πώς δεν μου λέγεις ένα μόνον λόγον; πόθεν προέρχεται τούτο; από αδυναμίαν σου, ή από καταφρόνησιν προς με; βλέπεις ότι εγώ προτιμώ να συμμερίζωμαι τους πόνους σου και να ζω συχνάκις μαζί σου, παρά να απολαμβάνω τας ξεφαντώσεις και ηδονάς, που δύναται να μου δώση η βασιλική εξουσία.

Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας.

Είντα τα κάμω τα προυκιά; — Μα δεν κάνει, παιδί μου ... Είντα Ατσιγγάνοι είμεστα; Δεν μπορεί η κοπελλιά να παντρεφτή χωρίς νάχη όλα τση τα χρειαζούμενα, γιατί θα την ανεμπαίξη το χωριό. Κατώρθωσεν όμως να πραΰνη κάπως την απελπισίαν του Μανώλη, υποσχεθείσα ότι θα εμεσίτευε να γίνη ο γάμος όσον το δυνατόν ταχύτερον, μετά δύο ή τρεις το πολύ μήνας. Αλλ' ο Σαϊτονικολής έμενεν άκαμπτος.

Έμεινα περίλυπος διά τον κόπον που έκαμα ματαίως εις το να κρεμασθώ, μα θεωρώντας το κλωνάρι που είχε τόσον κακά δουλέψη εις την απελπισίαν μου, βλέπω με θαυμασμόν μου, ότι από εκεί που είχε ξεκοπή έβγαιναν κάποια πετράδια, τρέχω και βλέπω ότι το κούφαλον του δένδρου ήτον γεμάτο, από διάφορα πετράδια.

Αι ακτίνες δύο μαύρων οφθαλμών τον εκράτουν εκεί, ως χρυσαί αλύσεις, δεσμευμένον και σκλάβον. Αντί να τραπή προς τα βουνά εξήλθε και επλανάτο εις τους δρόμους του χωριού σύννους και περίλυπος. Και τα βήματά του αυτομάτως τον έφεραν προ της οικίας του Θωμά, όπου πρώτην φοράν δεν είδε το φέσι, το οποίον τον έφερεν εις απελπισίαν.

Εγώ βλέποντας το αμετάθετον της γνώμης του και στοχαζόμενος τον κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκονταν, που αν δεν τον υπήκουα απέθνησκεν από την θλίψιν και από την απελπισίαν του, τον επαρηγόρησα, και του έταξα να κάμω ως επεθύμει, λέγοντάς του· μην έχεις καμμίαν έγνοιαν, ω αγαπημένο μου βασιλόπουλο, διατί εγώ θέλω μιλήσει του βασιλέως του πατρός σου με άλλον τρόπον, διά να σου δώσω θέλημα να υπάγης όπου θελήσης.

Και άλλοι μεν απέθνησκαν εις την φυλακήν, άλλοι δε εξήρχοντο με υγείαν διά παντός κατεστραμμένην. Αλλά και μόνον η ιδέα ότι θα έχανε την ελευθερίαν του και μετ' αυτής την Ζερβουδοπούλαν, τώρα ότε ήτο σχεδόν βέβαιος περί της συναινέσεώς της, τον έφερεν εις απελπισίαν.

Ειμπορώ να το πω ενώπιόν της; Αν θυμώση; Αν λυπηθή; Αν αγριεύση; Η Αϊμά να αγριεύση; Η Αϊμά να θυμώση; Δεν ειμπορεί να θυμώση, αλλ' ειμπορεί να λυπηθή. Και τότε πώς θα την ικανοποιήσω; Είνε ποτε δυνατόν; Και την ζωήν μου όλην να θυσιάσω, και το αίμα μου να χύσω, δεν ειμπορώ να πληρώσω έν δάκρυ της. Αλλά τι λέγω; Δεν θα κάμω τίποτε. Είμαι εις απελπισίαν. Δεν είνε τόσον μεγάλη απελπισία.

Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην.

Αλλ' αν ηδύνατο να φαντασθή ο ταλαίπωρος νέος εις ποίον λάθος υπέπεσε με την λέξιν την οποίαν μετεχειρίσθη διά να εκφράση τον σεβασμόν του προς την χήραν, η συγκίνησίς του θα μετεβάλλετο εις απελπισίαν. Η Καλιώ δεν ηδυνήθη να κρύψη την δυσαρέσκειάν της. Η λέξις «θειά» της εκτύπησε κατά πρόσωπον ως ράπισμα.