Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Αγόραζε λοιπόν κρασί των Αχαιών το πλήθος, πιος με λεβέτια χάλκινα και πιος με σιδερένια και πιος μ' ασκιά βοϊδόπετσα· άλλοι με βόδια πάλι, κι' άλλοι με σκλάβους· κι' έβαλαν ξεφάντωτο τραπέζι. 475 Κι' όλη τη νύχτα τρώγανε οι άκουροι οι Αργίτες στον κάμπο, κι' όλοι οι Τρώιδες με τους βοηθούς στο κάστρο, κι' όλη τη νύχτα συφορές τους μελετούσε ο Δίας, άγρια βροντώντας· και χλωμή τους έκοβε τρομάρα.

Αν καθήσης καμμιά φορά στο τραπέζι με κάποιον που ξόδεψε τη ζωή του για να μορφώση τον εαυτό τουσπάνιος ο τύπος αυτός στην εποχή μας, μολονότι παραδέχομαι πως μπορεί κάποτε να τον συναντήσηςσηκώνεσαι από το τραπέζι πιο πλούσιος και με τη συναίσθηση ότι κάποιο υψηλό ιδεώδες άγγισε κι άγιασε για μια στιγμή τις ημέρες σου.

Όχι! διχόνιες η θολή δε θέλει τώρα νύχτα, 65 θέλει φρουρά. Και λέω ας παν κι' όξω απ' το κάστρο βάρδιες κοντά ας πλαγιάσουν στο σκαφτό εδώ κι' εκεί χαντάκι. Στους νιους να τι είχα ναν τους πω. Κατόπι εσύ, Αγαμέμνο, άρχισε, πούσαι κεφαλή των βασιλιάδων όλων, και στρώσε τους των προεστών τραπέζι.

Έ! ύστερα απ' αυτά, τι ήθελε; να της κάμω όταν μας παρουσιάστηκε στο τραπέζι; Να μη τη μαλώσω;... Προχτές πάλι είχε μαδήσει όλα τα λουλούδια του κήπου και άλλ' απ' αυτά είχε χώσει στα μαλλιά της, άλλα είχε φορτώσειξέρω γω πώς το κατάφερε; — στ' αυτιά της, σ' όλο το πρόσωπό της, άλλα είχε κρεμάσει κοντά κοντά σ' όλο το φόρεμά της. Είτανε μια φρίκη να την έβλεπε κανείς έτσι στολισμένη.

Πώς ιδιοποιείται, δίχως πνεύμα, το πνεύμα των άλλων! Πώς καταστρέφει ό,τι κλέβει! Πώς με αηδιάζει! Αλλά δε θα με αηδιάση πια· είναι πολύ νάχη διαβάση κανείς λίγες σελίδες του αρχιδιακόνου. Ήτανε στο τραπέζι ένας κύριος σοφός, με καλαισθησία, που υποστήριζε ό,τι έλεγε η Μαρκησία.

Οι άλλοι, που τρώγανε στο ίδιο τραπέζι, κοιταζόντανε μ' έκπληξη χωρίς να προφέρουνε λέξη, όταν ένας δεύτερος υπηρέτης πλησιάζει τον αφέντη του και του λέγει: — Το φορείο της Μεγαλειότητά σας είναι στην Πάδοβα κ' η βάρκα έτοιμη. Ο αφέντης έκαμε ένα σημάδι κι' ο υπηρέτης βγήκε έξω. Όλοι οι άλλοι ξανακοιταχτήκανε πάλι κ' η κοινή έκπληξη διπλασιάστηκε.

Γίνετ' άφαντος μέσα στες βροντές· έπειτα με γλυκεία μουσική ματαμπαίνουν η Μορφές, και χορεύοντας και κάνοντας διάφορα σχήματα παίρνουν το τραπέζι. Άξια επαράστησες τα σχήμα αυτής της Αρπυίας, Αριέλ μου· ήταν χαριτωμένη ενώ εκατάτρωγε.

Ο Μανώλης έγινε κατακόκκινος και ησθάνθη να τον κυριεύη πάλιν το θέλγητρον των γλυκυτάτων εκείνων οφθαλμών. Το τουρλωτόν φέσι του εφάνη την εσπέραν εκείνην ήμερον, ως νυκτικός σκούφος, και εις το τραπέζι συνέκρουσε το ποτήρι με τον Στρατήν, ο οποίος τον ηυχήθη: — Στσι χαρές σου, κουνιάδο!

Έμενα εκεί, αποβλακωμένος, καθισμένος ακίνητος να ακούω την κυρία να μιλάει, να μιλάει, να μιλάει ή παρέα με την υπηρέτρια που σιωπούσε. Καθόμουν στο τραπέζι μαζί τους, τους άκουγα να αστειεύονται, να κάνουν σχέδια για μένα, σαν να ήμουν γιός τους, και όλη αυτή η κατάσταση που προξενούσε λύπη, με ταπείνωνε, και όμως δεν μπορούσα να φύγω.

Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην. — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε; — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα. — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο Τηλέμαχος.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν