Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Η γυναίκα του, απόνα πλαγινό δωμάτιο, έτρεξε, σαν άκουσε το θόρυβο: με είδε ξαπλωμένο στο τραπέζι με τη σταυροειδή τομή μου· τρόμαξε περισσότερο από τον άνδρα της, τούδωσε γρήγορα κ' έπεσε πάνω του στη σκάλα.

Αλήθεια, παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!.... Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι' απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθησαν να φάνε.

Κάτω, ένα θέατρο έτοιμο κ' εδώ ένα τραπέζι για γάμο. Έτσι λοιπόν του λόγου σου σκορπάς τον παρά σου για να γλεντούν οι κυρίες που μου μαζεύεις εδώ μέσα! Μουσικές, κωμωδίες... και μένα μου δίνεις δρόμο.

Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.

Σαν πέρασαν τα κλάματα κ' οι ραβδιές, άλλο πια δεν άκουγε ο Παυλής παρά τα γέρικα τα μουρμουρητά από μπρος, πουλιά και τζιτζίκους στα δέντρα, πετεινούς κι ορνίθια στη γειτονιά, και τα περονομάχαιρα που χτυπούσανε στρώνοντας το τραπέζι στη μεγάλη την κάμαρα. Φωνάζει άξαφνα ο νωνός του, που γυρίζει μέσα στον ήλιο.

Με τα είκοσί της τα χρόνια, έμοιαζε ακόμη παιδί, τρυφερό είκοσι χρονώ παιδάκι, και σα μεγαλήτερή της φαίνουνταν η Ελένη. Η Λέλα βάσανα δεν είχε, η Λέλα δεν πονούσε, δεν της έμελε για τίποτις εκεινής, και στο τραπέζι, κάθε μέρα, η Ελένη αντίκρυ στον πατέρα, εγώ αντίκρυ της Λέλας, την κοίταζα κ' η καρδιά μου πετούσε να μπη μέσα στην καρδιά της. Πώς την αγαπούσα! Κορμί και ψυχή.

Αυτός τον έφαγε και το μακαρίτη! αναστέναξε ο Μαθιός. Το σκουλήκι στην καρδιά. — Την αγαπούσε το λοιπόν με τα σωστά του; ρώτησε ο Θανάσης. Εγώ έλεγα πως χωράτευε. — Γυρεύεις τώρα; είπε ο Γιαννιός. Εκεί που βρίσκεται, κι αν την αγαπούσε τηνέ ξέχασε. Πώς το λες αυτό; είπε ο Μαθιός χτυπώντας το ποτήρι του στο τραπέζι Ξέρεις τι γίνεται μαθές στον άλλον κόσμο; Γύρισε κανένας και σούφερε τα μαντάτα!

Είχε ιδεί παλάτια θεμελιωμένα μέσα στα νερά, κι' άλλα παλάτια που έμπαινες μέσα και δεν ήτανε ψυχή κι' άξαφνα στρωνότανε μπροστά σου ένα τραπέζι με όλα τα καλά του κόσμου κ' έτρωγες κ' έπινες και ύστερα πάλι το τραπέζι χανότανε από μπροστά σου.

Όλη η ζωή της πέρασε τότε για μια στιγμή μπροστά της, καθώς καθότανε μοναχή της, κάτω από τη μισοσβυσμένη λάμπα, ακουμπησμένη με τους δύο της τους αγκώνες απάνω στο τραπέζι Θυμήθηκε μια Λαμπρή που ήταν κοπέλλα δεκάξη χρονών στο νησί, κι' ο πατέρας της τσουγκρίζοντας ταυγό με τον κουμπάρο του τον Καπετάν Θανάση τον Απίκραντομακαρίτες κ' οι δυοκάτι γνέψανε ο ένας στον άλλον που το είχε μισοκαταλάβει η Ταρσίτσα κ' έγινε πιο κόκκινη απ' το αυγό.

Άμα μπήκε στο σπίτι η γριά με τη φαμίλλια της, η υπηρέτρα άναψε τη λάμπα και τη φωτιά, ανασκήρησε το ένα και το άλλο μες από το δωμάτιο, έβαλε το τραπέζι κι' απόθεκε ψηλά το τεψί με τες μελοποτισμένες τηγανίτες.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν