Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Κι' όρκο ας σ' αμώσει στέκοντας στων Αχαιών τη μέση 175 τη νια πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε, π' άντρες γυναίκες, αρχηγέ, συνήθια τόχουν όλοι. 177 Τραπέζι τότε αρχοντικό να φιλιωθείτε ας δώκει, 179 τραπέζι πλούσιο, που σωστό ότι είναι να μη λείψει. 180 Και τ' άδικο πια ξέγραψ' το, τα περασμένα ξέχνα! 178 Τ' Ατρέα γιε, έπειτα κι' εσύ στοχαστικός πια μ' όλους 181 κοίτα να γίνεις, τι αρχηγό δεν είναι κατηγόρια, πριν σαν προσβάλει ο βασιλιάς, ναν του φιλιώνει πάλι

ΞΟΥΘΟΣ Άφησε συ τα λόγια αυτά και μάθε να ευτυχήσης• θέλω, τώρα που σ' εύρηκα, να κάμω ένα τραπέζι, παιδί μου, κι' όσες μια φορά, την ώρα που εγεννήθης, θυσίες δεν εκάναμε, να γίνουν όλες τώρα.

Δεν άρχιζαν όμως να φαν, γιατί περίμεναν τον παπά-Νικόλα να τους ευλογήση το τραπέζι και να τους ευχηθή μια χαμένη ευχή: «&να καλοδεχτούν

Αλλά τι τα θέλεις, η νεότης έφυγε και δεν μεταγυρίζει. Εκατάλαβες, ιατρέ μου; Τώρα αν είμαι εγώ έρημη και μόνη, αυτός δεν μου πταίει εμένα. Εγώ όμως έχω χρέος να μη τον αφήσω εκείνον αβοήθητοντα μαύρα και τα σκοτεινά. Εκατάλαβες; — Μαρία, Μαρία! εφώναξεν ο ιατρός προς την μαγείρισσαν, ανοίγων την θύραν. Βάλε δύο πινάκια ακόμητο τραπέζι. Και στρεφόμενος προς την Κυρά Λοξήν·

Ο Αγαθούλης, μισός χαρά, μισός λύπη, γοητευμένος, που ξανάδε τον πιστό του υπηρέτη, ξαφνισμένος, που τον είδε σκλάβο, γεμάτος από τη σκέψη να ξανάβρη την αγαπημένη του, με την καρδιά ταραγμένη το πνεύμα άνω κάτω, κάθισε στο τραπέζι με το Μαρτίνο, που παρακολουθούσε με ψυχραιμία όλες αυτές τις περιπέτεις, μαζί με τους άλλους έξι ξένους, που είχαν έρθει να περάσουνε τα καρναβάλια στη Βενετία.

Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Η πόρτες του παλατιού ανοίχτηκαν σε όλο το λαό: πλούσιοι και φτωχοί στρώθηκαν στο τραπέζι, και για να πανηγυρίση την ημέρα, ο Βασιληάς Μάρκος έδωσε την ελευθερία σε εκατό σκλάβους, και ώπλισε με τα χέρια του είκοσι ιππότες, δίνοντάς τους το θώρακα και τάλλα ιπποτικά άρματα.

Καθίσανε στον ψάθινο καναπέ, κάτω απ' την ανθισμένη γαζία, σφίγγοντας ο ένας τα χέρια του άλλου. Όταν ενύκτωσε και πήγε να κοιμηθή η Παυλίνα, πέταξε απάνω στο τραπέζι το μικρό χαϊμαλί. — Τι του ήρθε, είπε μέσα της, να μου στείλη αυτό το πραματάκι. Έτσι πάντα στάθηκε ανόητος! Έπειτα το πήρε στα χέρια της και το κύτταξε με περιέργεια. Το μετάξι του ήτανε ξεθωριασμένο απ' την πολυκαιρία και βρώμικο.

Μετά κάθισαν ξανά στο τραπέζι και άρχισαν με νέα όρεξη να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να απαγγέλουν στίχους. Διασκέδαζαν έτσι με την ψυχή τους, όταν άκουσαν ένα κτύπο στην εξωτερική πόρτα και η Σεραφεία σηκώθηκε να ανοίξει.

Γύριζαν τις φυλακές του Λονδίνου ζητώντας καλλιτεχνικές εντυπώσεις και στο Newgate πήρε το μάτι τους ξαφνικά τον Wainewright. Τους αντίκρυσε με μια προκλητική ματιά, καθώς μας λέει ο Forster, και ο Macready «τρόμαξε μόλις αναγνώρισε εκείνον που του ήταν τόσο στενός γνώριμος σε περασμένα χρόνια και που είχε καθήσει πολλές φορές στο τραπέζι του».

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν