Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Και η άλλη; Τη θυμάσαι; Γύρω από ένα τραπέζι ξεφαντώματος, άντρες και γυναίκες, αποκαμωμένοι από το κρασί και τα φιλιά, χλωμοί σαν πεθαμένοι, με τα μάτια βαθουλωτά, κοίτονταν σαν πτώματα, άλλοι πεσμένοι κατάμουτρα απάνω στα μαραμένα λουλούδια, άλλοι ξαπλωμένοι πίστομα στο χώμα, άλλοι κουλουριασμένοι, σαν να τους τάραξε μια κακιά αρρώστεια.

Αράδιασε τέσερες καρέκλες στον τοίχο, στο τραπέζι κοντά. Επήδησε αλαφρά από το πάλκο κάτω. Ήρθε δυο τρία βήματα μπροστά. Εξαναγύρισε, και το καμάρωσε. Όξω τάλλα μαγαζιά κατάκλειστα. Όλοι εμαζέφτηκαν ενωρίς στα σπίτια τους, να δειπνήσουν για νάρθουν.

Μα εγώ πάντα τόλεγα πως έχεις κεφάλι του λόγου σου, έχεις γερό κεφάλι!... Και τι φούρκα που θαν την πάρουνε! του πρόσθεσε γελώντας και σέρνοντάς τον ευχαριστημένον στην τραπεζαρία. — Τα κατάφερες; — μπράβο σου! της είπε σιγά ο Δημητράκης. — Τι να κάμης; στα παιδιά πρέπει να μιλάη κανείς παιδιάτικα... Στο τραπέζι κάθισαν ένας κ' ένας οι επίσημοι.

Στο τραπέζι αυτό μονάχα ο Γνάθωνας δεν ήλθε, παρά με φόβο έμεινε στο ναό του Διόνυσου και τη μέρα και τη νύχτα σαν παρακαλεστής.

Την αυγήν ο βαστάζος όλος πρόθυμος, χαρούμενος και ενδυμένος εορτιάτικα επήγεν εις τον Σεβάχ Θαλασσινόν, ο οποίος τον εδέχθη με κάθε τιμήν και περιποίησιν. Και όταν εσυνάχθη ο διωρισμένος αριθμός των καλεσμένων, εκάθησαν εις το τραπέζι και εχάρησαν, ξεφαντώνοντες εις ένα παρόμοιον συμπόσιον με το χθεσινόν.

Ο Αλβέρτος ήσυχα την διέκοψεν: — Αυτό σε πειράζει πάρα πολύ, αγαπητή Καρολίνα! ξεύρω πως η ψυχή σου προσκολλάται πολύ εις αυτές τις ιδέες, αλλά σε παρακαλώ μην επιμένης. — Αλβέρτε, του είπε, ξέρω ότι δεν λησμονείς τις εσπέρες που εκαθήμεθα μαζί στο μικρό στρογγυλό τραπέζι όταν ο μπαμπάς ήταν στην ξενητειά, και ημείς είχαμεν στείλει τα μικρά να κοιμηθούν.

Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, ο Δάφνης, αφού επετάχθηκε επάνω, είπε: — Καλά που μου τα θύμισες, πατέρα· πάω να ποτίσω τα γίδια, που βέβαια διψασμένα τώρα προσμένουν το σουραύλι μου κ' εγώ κάθουμαι εδώ χάμω. Όλοι εγλυκογέλασαν, επειδή, αν κ' είχε γίνει αφέντης, ήθελε να είναι ακόμη γιδάρης· κ' έστειλαν κάποιον άλλονε να φροντίση για κείνα. Κι αφού εκάμανε θυσία στο σωτήρα Δία, ετοίμαζαν το τραπέζι.

Απάνω στο μεγάλο τραπέζι, σκεπασμένο με μαύρη χνουδωτή τσόχα, ο μεγάλος δίσκος με τα ποτηράκια με τις μαστίχες από τον αντικρυνό μπακάλη, άστραφτε και πεντοβολούσε στα μεγάλα φωτεινά τετράγωνα που άπλονε ο ήλιος, περνώντας από τα κλειστά γυαλοπαράθυρα.

Ίσως λοιπόν και εγώ να κινδυνεύσω, παρετήρησε τότε ο Αριστόδημος, αλλ' όχι όπως συ λέγεις τα πράγματα, αλλά σύμφωνα με τον Όμηρον, δηλαδή μικρός και άσημος εγώ, να μεταβώ απρόσκλητος εις το τραπέζι ενός σοφού ανδρός. Συ λοιπόν ο οποίος με πέρνεις μαζή σου πρέπει και να με δικαιολογήσης, διότι εγώ δεν θα ομολογήσω ότι επήγα απρόσκλητος, αλλά θα ειπώ ότι μ' επροσκάλεσες συ.

Θα σας κάνω το διερμηνέα, λέγει στον Αγαθούλη. Ας μπούμε· είναι ταβέρνα. Ευθύς δυο γκαρσόνια και δυο κοπέλλες του ξενοδοχείου, ντυμένοι χρυσά φορέματα, με μαλλιά δεμένα με κορδέλλες, τους προσκαλούνε να κάτσουνε στο τραπέζι.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν