Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Είπε, κι' αγρίκησε η θεά με τις χρυσές φτερούγες 195 κι' οχ τις δροσόλουστες κορφές κατέβηκε στην Τροία. Εκεί τον άφοβο Έχτορα, του γέρου γιο Πριάμου, τον βρήκε μέσα πούστεκε στο κολλητό του αμάξι. Και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια «Έχτορα, του Πριάμου γιε, ισόγνωμε του Δία, 200 σ' εσένα ο Δίας μ' έστειλε αφτά να σου μιλήσω.

Δύο ειδών δώρα μας χαρίζει η θεά της γεωργίας· το έν είναι ο αθησαύριστος καρπός του Διονύσου, το δε άλλο ο κατάλληλος εκ φύσεως διά να αποθηκευθή. Λοιπόν ας υπάρχη διά τα οπωρικά ο εξής νόμος.

Άκουσε η αταίριαστη θεά, κ' ευθύς επάγωσ' όλη• κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Έτσι και του Πηλιά οι θεοί καμαρωμένα δώρα από μικρό του χάρισαν, και τους θνητούς νικούσε 535 όλους σε πλούτος κι' αγαθά, των Μυρμιδόνων άρχος, και τέρι τούδωκαν θεά, θνητός κιας είταν έτσι.

Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη, κι' έφυγε αγάλιασκεπαστή με την κατάσπρη μπόλιακρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. 420 Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τ' αρχοντικό παλάτι, τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες, κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα.

Δε βάσταξε πια τότες, μόνο ξεφώνησε « Τώρα τα βλέπω και γω με τα μάτια μου όσα τόσους χρόνους τάκουγα και δεν τα πίστευα, τόσα αξετίμητα πλούτη, τόσα θεϊκά μεγαλεία!» Η θέα της πεντάμορφης Πόλης, τα θεόρατα τειχίσματά της, τα μαρμαρόχτιστα χτίρια, ο λιμένας με ταρίφνητά του καράβια, όλ' αυτά τον ξετρέλαναν και ξαναφωνάζει «Μα την αλήθεια επίγειος Θεός είναι ο Ρωμαίος ο Αυτοκράτορας.

Η οικία του Κ. Πλατέα έκειτο υψηλά, εις την συνοικίαν την οποίαν σήμερον στολίζει το ορφανοτροφείον. Ολίγιστοι τότε οικίσκοι υπήρχον εις το απόκεντρον ύψωμα. Η θέα εκείθεν είναι εκτεταμένη και ωραία, αλλά δεν είλκυσε τούτο τον Κύριον καθηγητήν· τον είλκυσεν η σχετική ευθηνία των οικοπέδων. Διότι αυτός έκτισε την οικίαν. Οι τοίχοι της αντεπροσώπευον πολυετείς κόπους του.

Μόλις συνήρθα, είδα εσάς γυμνωμένον τσιτσίδι. Αυτό ήτανε το αποκορύφωμα της φρίκης, του τρόμου, του πόνου της απελπισίας. Θα σας πω αληθινά, πως το δέρμα σας είναι πολύ πιο λευκό και πιο ρόδινο από του βουλγάρου αξιωματικού. Αυτή η θέα διπλασίασε όλα τα αισθήματα, που με καταπιέζανε, που με κατατρώγαν. Φώναξα, θέλησα να πω: Σταθήτε, βάρβαροι! Μα η φωνή μου πνίγηκε και τα λόγια μου θάταν ανώφελα.

Κ' εις αυτόν είπεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Γέροντα φίλε, ωμίλησες ορθά, και καλόν είναι εσέ τώρα ο Τηλέμαχος 'ς ό,τ' είπες να υπακούση.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν